Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Ευτυχώς που κράτησα μια χούφτα κοχύλια, να πλέκω τις νύχτες που αγγίζεις στεριά. Δεν ξέρω το φως σου αν έχει πνοή, αν ζητάει το βλέμμα, ένα σχοινί να κοπεί. Γνωρίζω τις λέξεις που θες να μου πεις, είναι οι μέρες που λείπουν και κάνουν γιορτή…
Χορεύουν τη μέρα στου ήλιου το φως, λούζονται χρώματα, γυρίζουν τυφλά. Έμεινε ο χρόνος που θέλεις κι εσύ. Να στρέψω το βλέμμα κάπου κρυφά;
Δεν θα το μάθεις… Είναι μυστήριο πως κάνουν οι λεύκες το πρωί σαν ξυπνούν.
Βουίζουν τ’ αυτιά σου στον ήχο της πέτρας που πίνει νερό, μην την ακούσεις, δεν θέλει πολύ.
Το «πολύ» είναι «λίγο» δεν μου φτάνει να δω της ώχρας το χρώμα.
Το μήλο σαν πέσει στη γη, μαθαίνει το χώμα βαθιά στην υφή.
Θέλει χρόνο κι αυτό να μάθει πολλά. Μόλις αφήσεις το δάκρυ να πέσει, θα δεις την αλήθεια.
Δεν είναι κακό να μην σε καταλάβουν οι άλλοι. Είσαι «εσύ» που κερδίζεις τον κόσμο στο χέρι. Είσαι αυτός που βλέπει όσα ο άλλος αγνοεί. Μην φοβάσαι. Κράτα το χέρι, κοίτα ψηλά.
Είναι όμορφα όλα, σχεδόν μαγικά!
Βίρα τις άγκυρες ! Πιες το κρασί μην μείνει στον πάτο.
Γέλα στη θάλασσα που χαρίζει ρυθμό!
Σου πάει το χρώμα στο βαθύ σου λευκό!