Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Να ήσουνα δικιά μου Θεέ μου εσύ, να σε έπιανα απαλά, μη σε πονέσω και να σε κλείσω μες την χούφτα μου, να μην μπορεί κανείς ξανά ποτέ να σε πληγώσει.
Να ήσουν δικιά μου, να έρθω να σε πάρω μια αγκαλιά και να σε αφήσω μόνο όταν μου πεις, “την χόρτασα”!
Να ήσουνα δικιά μου, και να βγω έξω στους δρόμους σαν τρελός, να πιάνω τους άγνωστους και να τους λέω, “δείτε την”.
Δικιά μου να ήσουνα εσύ, να πάω να βρω τους πρώην σου και να τους πω, “δεν είστε στα καλά σας, μα σας ευχαριστώ που μου την δώσατε”.
Φαντάσου Θεέ μου, να ήσουνα δικιά μου εσύ και να σε βάλω στο κρεβάτι να πλαγιάσεις, μα εγώ σιγά μην κοιμηθώ, θα στέκομαι μέχρι το πρωί να σε χαζεύω κι όταν τα μάτια σου θα ανοίξεις, “πες μου, πως άντεχα χωρίς εσένα εγώ να ζω;”, θα σε ρωτήσω, πριν σε πάρω αγκαλιά και πριν την καλημέρα.
Φαντάσου, να ήσουνα δικιά μου εσύ, να κάνω το όνομα σου τατουάζ στο μέρος της καρδίας μου κι ύστερα, να κυκλοφορώ γυμνόστηθος για να σε βλέπουν όλοι.
Αχ και να ήσουνα δικιά μου λέει εσύ και να σε βάλω μια μέρα μες στο αμάξι, να σε γυρίσω στα πιο όμορφα μου μέρη και να σου δείξω την Λευκάδα, την Πρέβεζα, την Πάργα και την Ναύπακτο, έναν Ιούλιο ολότελα δικό μας.
Να ήσουνα δικιά μου μάτια μου όμορφα εσύ, να έρθω ένα βράδυ να σε πάρω, που θα έχεις φορέσει τα καλά σου, να σε κεράσω ένα ποτό, μα, να σε μεθύσω με ένα μου σ΄ αγαπάω!
Να ήσουνα δικιά μου ήθελα εσύ, πλάσμα φωτεινό και παραμυθένιο κι έναν δεκαπενταύγουστο, που θα γιορτάζει η Παναγιά, να στήσω πανηγύρι στην αυλή μου….
Και σαν τελειώσουν τα βιολιά, κι όταν θα έχουν φύγει όλοι οι καλεσμένοι, να μπω μέσα σου τόσο πολύ βαθιά, που να φωνάξεις, “τώρα πια εσύ είσαι δικός μου”!
Κι εγώ, “πάντα δικό σου ήθελα να ΄μαι”, θα θα πω, “πριν καν σε συναντήσω”!