Γράφει ο Άρης
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, σ’ αντίκρυσα ξαφνικά μετά από 15 χρόνια.
Το ίδιο παράστημα αγέρωχης γυναίκας.
Γιατί δεν άλλαξες καθόλου;
Τόσα χρόνια είχα πλάσει στο μυαλό μου ωραία, βολικά σενάρια.
Πως θα ‘χανες τάχα την γοητεία σου, την περηφάνεια σου κι ίσως αν ήμουν τυχερός, το καθαρό σου βλέμμα.
Αλλά εσύ, παράδοξο της φύσης, έστρεψες το κεφάλι σου για να με κοιτάξεις με τα ίδια ακριβώς μάτια που μ’ αποχαιρέτησες τότε, για να μη φανείς ποτέ ξανά μπροστά μου.
Ήξερες πάντα σου ν’ αγαπάς και να κρατάς πιστά τους νόμους.
Το δεύτερο το ήξερες πολύ καλύτερα.
Κι αν τότε που μ’ άφησες, σε μίσησα που από μένα πιο πολύ προτίμησες την καρδιά σου, μετά, είχα όλον τον καιρό να σε ζυγίσω μ’ αλλοιώτικς ζύγια απ’ τα ζύγια του θυμού.
Ήταν μετά από πολύ καιρό που κατάλαβα πως εσύ ποτέ σου δε θα καταδεχόσουνα να κρυφτείς πίσω από τη γυναικεία σου τη φύση, αλλά θα ‘λεγες το λόγο τον τελευταίο.
Τα έκανες πράγματι όλα όπως έπρεπε.
Γυναίκα περήφανη ανόμοια με τις άλλες. Γιατί δεν χάθηκες;
Έπρεπε να ήσουν χαμένη από καιρό.
Να μην έρθει η μέρα αυτή που θα σε ξανάβλεπα.
Ήμουν καλά πριν να σε δω, τις είχα κλείσει όλες τις πληγές μου.
Κι ένας Θεός καλός με προστάτευε και δε σ’ έφερνε στο διάβα μου τόσο καιρό.
Ήρθαν πολλές μετά από σένα. Όλες τους ήταν κατά πολύ ομορφότερές σου.
Αν τύχαινε και συναντιόμασταν ποτέ, ήθελα να νοιώσεις λιγότερή τους, να μη τολμήσεις ποτέ σου να σκεφθείς πως κράτησα κάτι από σένα μέσα μου ζωντανό.
Όλες τους ήταν ομορφότερες και καμιά τους δεν ήταν εσύ.
Εσύ που θα ‘δινες το αίμα σου για μένα. Που αν σου έλεγαν να ζήσει αυτός, αλλά εσύ να χαθείς, καθόλου δε θα δίσταζες. Ποτέ σου δε δίστασες.
Κι όμως εσύ που μ’ αγαπούσες τόσο, μ’ άφησες να κοιμάμαι σε νοικιάρικα κρεβάτια, σα να ‘μουν πρόσφυγας που γύρευε μάταια να γυρίσει στην πατρίδα.
Γιατί δε χάθηκες; Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Έπρεπε να μην υπάρχεις πια.
Να είχες φύγει έστω κάπου μακριά να μη σε ξανάβλεπα.
Εγώ κατάφερα τόσο καιρό να ζω χωρίς σου.
Ποιος διάβολος σ’ έριξε σήμερα στο δρόμο μου για να δοκιμαστώ ξανά από την αρχή, το ίδιο άγρια όπως τότε, σα να μη κύλισε λεπτό από ‘κείνον τον καταραμένο τον χειμώνα που μ’ άφησες;
Θέλησα -πόσο θέλησα- να περάσω το δρόμο και να ‘ρθω απέναντι να σου μιλήσω.
Με κάρφωσε στη θέση μου ο φόβος.
Πως αν ερχόμουνα, αυτή τη φορά κορίτσι μου, δε θα δεχόμουνα τις αποφάσεις σου. Και θα σε κλείδωνα σε κλουβί μη και ξανακάνεις το σωστό και το δίκαιο και μας διαλύσεις γι’ ακόμα μια φορά.
Αλλά ύστερα, με πέρασε απέναντι ο φόβος ο μεγαλύτερος, πως ίσως να μη σε ξανάβλεπα ποτέ.
Αν αυτή ήταν η τελευταία μας φορά;
Στάθηκα πίσω σου μόλις μισό βήμα. Εσύ που πάντα ήσουν αδιάφορη για όλα γύρω σου, εμένα μ’ ένοιωσες πριν να με δεις.
Γιατί δεν χάθηκες; Έπρεπε να είχες χαθεί.
Να μη σε ξαναδιαβάσω ποτέ πια στα μάτια.
Κι ακόμη όταν γύρισες και μ’ αντίκρισες, ας έλεγες μια λέξη.
Αλλά εσύ ήθελες να τα πεις όλα σωπαίνοντας.
Σώπασα κι εγώ, κρατώντας ένα λυσσασμένο στρατό από λόγια πίσω από τα δόντια μου.
Ύστερα έφυγες έγκαιρα, μη και χάσεις την αυτοκυριαρχία σου.
Ας φλυαρούσες λοιπόν αδιάφορα, ας έλεγες ότι λένε όλοι αυτοί που ξανασμίγουν τυχαία μετά από πολλά χρόνια.
Τότε κι εγώ θα σ’ άφηνα να φύγεις, αν μιλούσες ανέμελα για τη ζωή που έκανες χωρίς εμένα.
Τώρα ξέρω, θ’ ανταμώσουμε πάλι, όχι πολύ μακριά από σήμερα.
Join the discussion