Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Κάτι φωνάζει μέσα μου και μου υπαγορεύει να πιάσει το χέρι το στυλό να βάλει τις σκέψεις σε σειρά μην τα χα και βρει μια άκρη.
Μια άκρη, να ξαποστάσει η καρδιά σε μία αγκαλιά αληθινή, σε μία ζεστή γωνιά του καναπέ να μπει να ησυχάσει, να νιώσει χάδι τρυφερό νοιάξιμο και φροντίδα σαν πατρική ασφάλεια, δίχως ιδιοτέλεια. Έτσι! Για να ζεστάνει!
Να ζεστάνει πόδια, χέρια και ψυχή από το κρύο των πληγών.
Και ήσυχη, ήρεμη πολύ τα μάτια της να κλείσει μην τάχα και ονειρευτεί έστω και για λίγο γιατί τα όνειρά της τα κλέψανε με της λογικής του μυαλού το δόλο. Ύπουλα την τραυμάτισαν και οι γρατζουνιές στέκουν εκεί και αχνοφαίνονται σαν ακανόνιστες γκρίζες γραμμές που ήρθαν και μουτζούρωσαν έναν πολύχρωμο καμβά έργο τέχνης.
Και η εικόνα του παιδιού του ανέμελου, έρχεται στο μυαλό που τρέχει τρέχει στο χωριό. Τρέχει για να πετάξει και κοιτάει ψηλά και χαίρεται και ελευθερώνεται.
Όμως σε έδαφος τραχύ και άγριο με πέτρες και χαλίκια βρίσκεται και δεν υπολογίζει και πέφτει κάτω και χτύπα και γρατζουνιές στο δέρμα του από τσουκνίδες γεμίζει. Το γόνα του αίματα και χώματα γεμά και η πληγή πονάει. Και το σημάδι για χρόνια εκεί στέκει για να θυμίζει: «πως η αγάπη πονάει όταν είναι άνιση, όταν δεν σε επιλέγει.»
Και οι ελπίδες σβήνουν και γίνονται καπνός σα σύννεφο απόψυξης όταν το θερμό πλησιάζει το ψυχρό και παγωμένο. Μα η καρδιά θέλει ζέσταμα, δεν αντέχει τον πάγο γιατί η αγάπη είναι καυτή και τον λιώνει.
Comments are closed