Γράφει η Πράξια Αρέστη
Νόμιζα ότι δεν μπορούσα να αγαπήσω μέχρι που σε γνώρισα.
Νόμιζα ότι ήξερα τι είναι ο έρωτας, αλλά όταν σε γνώρισα κατάλαβα ότι δεν είχα ιδέα..
Νόμιζα ότι κανένας άνδρας δε θα μπορούσε ποτέ να σταματήσει τις φυγές μου, να ανακαλύψει τα σκοτάδια του μυαλού μου, να με καταλάβει πραγματικά, να μάθει όλες τις πτυχές του εαυτού μου και ακόμη να θέλει να μείνει. Μέχρι που σε γνώρισα.
Νόμιζα ότι ήμουν δυνατή και μπορούσα να αντέξω σχεδόν τα πάντα, μέχρι που σε έχασα για πρώτη φορά και ο κόσμος μου κατέρρευσε.
Κάθε φορά που σε χάνω είναι σα να σβήνουν τα φώτα της ζωής μου και να ζω στο σκοτάδι.
Και το παράξενο είναι ότι δεν προσπαθώ καν να βρω το διακόπτη για να ανάψω πάλι το φως.
Περιμένω εσύ να έρθεις να το ανάψεις.
Νόμιζα ότι κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να μου ξυπνήσει τόσο μεγάλη επιθυμία.
Μέχρι που με άγγιξες κι από τότε δε σταμάτησα ποτέ να θέλω κι άλλο από σένα.
Μέχρι που εθίστηκα στο να νιώθω. Ο έρωτας είναι εθιστικός. Είναι σπάνιος αλλά εθιστικός.
Τον χάνεις και χάνεσαι. Δεν ξέρεις αν θα τον βρεις αλλά δεν έχεις και τη δύναμη συνεχώς να τον ψάχνεις.
Πρέπει να έρθει αυτός να σε βρει. Να έρθει και να σου αλλάξει τη ζωή.
Ούτε εγώ δεν πίστευα στον έρωτα πριν σε γνωρίσω.
Νόμιζα ότι δεν είχα τόσες αντοχές να παλεύω για κάτι, κι όμως παρόλες τις πληγές πάντα μόλις φωνάξεις τρέχω κοντά σου.
Νόμιζα ότι θα μπορούσα όποτε ήθελα να σταματήσω να σε θέλω.
Είναι, όμως, αδύνατον να σε βγάλω από μέσα μου. Να μη σε ονειρευτώ.
Να μη σ’ ακούσω στα όνειρά μου να μου φωνάζεις “έλα”.
Νόμιζα ότι τα αόρατα τείχη μου μπορούσαν να με προστατεύσουν από το να σου ανοιχτώ και να μην πληγωθώ, όμως, δεν μπορώ να μη σου λέω πόσο σ’ αγαπώ και πόσο μου λείπεις.
Νόμιζα ότι δε φοβόμουν σχεδόν τίποτα.
Νόμιζα ότι είχα πάντα τον αυτοέλεγχο και ότι δε θα άφηνα τίποτα να με χαλάει και να με θυμώνει.
Όμως, φοβάμαι τόσο όταν σκέφτομαι ότι μια μέρα μπορεί να μη σε ξαναδώ.
Όμως, θυμώνω τόσο που δεν μπορώ να είμαι εκεί για σένα.
Που δεν μπορώ να σου πω να έρθεις, που δεν μπορώ να σε φροντίσω, να κάνω έρωτα μαζί σου, που περνάει η ζωή μου χωρίς εσένα.
Έχω συνέχεια μια κραυγή μέσα μου που κανείς δεν ακούει.
Πώς κάνεις αυτή την κραυγή να σωπάσει;
Πώς να μην είμαι θυμωμένη μαζί σου και με τα πάντα γύρω μου όταν είσαι τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά;
όταν με κάνεις για λίγο ευτυχισμένη και μετά με εγκαταλείπεις; Όταν παίζεις με το μυαλό μου αλλά δεν έρχεσαι;
Πώς κάνεις τον πόνο να σταματήσει;
Πώς κάνεις τα “γιατί” να σωπάσουν;
Πόσο σ’ αγαπώ…
Αυτός ο θυμός δεν μπορεί να νικήσει την αγάπη σου για μένα, την αγάπη μου για σένα, την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.
Θα τον βάλω για ύπνο. Θα ξεγελάσω ό,τι τον προκαλεί και θα
τον βάλω ξανά για ύπνο. Μόνο μην τον ξυπνάς γιατί θα τα διαλύσει όλα.
Είναι εύθραυστος σαν βόμβα. Είμαι εύθραυστη σαν βόμβα.
Αγκάλιασέ με και όλες οι σκέψεις θα χαθούν.
Μίλησέ μου και θα γίνω ξανά το γλυκό κορίτσι που ήθελες.
Σε όλα ναι καρδιά μου, μαζί σου κι όπου βγει.