Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου
Μετά από αρκετούς χωρισμούς, απογοητεύσεις, ψέματα, κλάματα και απιστίες που συνέβαιναν στην ζωή μου ή που άκουγα να συμβαίνουν στους γύρω μου, είχα γίνει πιο επιφυλακτική σε κάθε καινούργιο έρωτα. Δεν μοιραζόμουν τα συναισθήματα μου και πάλευα με αυτά καθημερινά για να μην γίνουν ανεξέλεγκτα. Είχα θορακίσει τον εαυτό μου πίσω από μια πόρτα ασφαλείας, που νόμιζα ότι θα με προστάτευε από όλα.
Έτσι έγινε και με σένα. Σε πήρε η μπάλα μέσα σε όλη αυτή την καχυποψία και δεν σε άφησα να με γνωρίσεις. Δεν σου πρόσφερα όσα σου άξιζαν και σου ύψωσα φράχτες για να μην μπορέσεις να αγγίξεις την καρδιά μου. Είναι εκείνη η παροιμία που έλεγε η γιαγιά μου : «Πρόσεχε παιδί μου, γιατί μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά». Κάπως έτσι σε έκαψα και εγώ, άθελα μου φυσικά.
Όλα ξεκίνησαν στο «μπαρ του χωρισμού». Έτσι το λέγαμε γιατί πηγαίναμε εκεί κάθε φορά που κάποια από την παρέα είχε χωρίσει. Αυτήν την βραδιά, η χωρισμένη ήμουν εγώ. Προδομένη άλλη μια φορά από τον ίδιο άνθρωπο για τον οποίο είχα σπάσει όλους τους φράχτες μου αλλά το μόνο που ήθελε τελικά ήταν να με εκμεταλλευτεί για καλύψει τις σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του. «Αλλεργικός στις δεσμεύσεις» η ετοιμολογία του δικαστηρίου των φιλενάδων μου και το «πάμε μπροστά» ήταν η απόφαση τους.
Με την αδιάβροχή μου μάσκαρα λοιπόν αγκαζέ και το αγαπημένο μου μαύρο παντελόνι ξεκίνησα για κείνη την έξοδο. Η πρώτη ήταν για προστασία από τις μουντζούρες στο μακιγιάζ μετά τα πρώτα ποτά και το δεύτερο το κλειδί ασφαλείας μου για τα πατώματα που θα σερνόμουν μετά τα τελευταία σφηνάκια. Αγαπούσαμε αυτές τις βραδιές με τα κορίτσια και τις διοργανώναμε όταν κάποια δεν ήταν καλά. Για να ξορκίσουμε το κακό, λέγαμε.
Ήταν η πρώτη φορά που όντως φαίνεται να το ξορκίσαμε. Η φωτεινή ακτίνα στο δικό μου βούρκο, ήσουν εσύ. Ψηλός, αδύνατος, αγέρωχος με ένα ύφος αρχοντικό, θαρρείς και ήσουν βγαλμένος από άλλη εποχή. Καθόσουν μόνος και απλά με κοιτούσες. Όπως διαπίστωσα αργότερα, παρατηρούσες κάθε μου κίνηση, κάθε μου λέξη, κάθε μου δάκρυ. Και όταν η βραδιά τελείωσε ήσουν εκεί για να με πάρεις αγκαλιά και να με πας στο σπίτι μου. Να με βάλεις στο κρεβάτι μου, να με σκεπάσεις και απλά να φύγεις.
Όταν ξύπνησα το πρωί, εκτός από τον πονοκέφαλο που δεν με ξέχασε ήταν εκεί και το τηλέφωνο σου. Γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα χωμένο στην αγκαλιά ενός μικρού αρκούδου που είχες αφήσει στο κομοδίνο μου. «Πάρε με αν με χρειαστείς», έλεγε.
Σε πήρα, γιατί σε χρειαζόμουν. Όλα από κει και πέρα γιαυτό τα έκανα, γιατί τα χρειαζόμουν. Χρειαζόμουν την αγκαλιά σου, την ασφάλεια σου, την εμπιστοσύνη που σου είχα, την τρελή αδυναμία που μου είχες. Στα χέρια σου είχα γίνει εκείνο το αθώο κοριτσάκι που το μόνο που ήθελε ήταν προστασία και αγάπη. Μου τα πρόσφερες όλα, το μόνο που δεν κατάφερες ήταν να τα εκτιμήσω όπως θα έπρεπε.
Δεν έχω καταλάβει ακόμα το γιατί, και ας πέρασαν χρόνια από τότε. Γιατί δεν σε εκτίμησα, γιατί δεν σε ερωτεύτηκα, γιατί δεν σου έδωσα όσα άξιζες, γιατί ήμουν τόσο τυφλή. Έκανα σε σένα αυτό που δεν ήθελα να μου κάνουν ή μάλλον αυτό που μου είχαν κάνει και ήξερα πόσο πονάει. Αυτό που σίγουρα ξέρω πάντως είναι ότι αν γυρνούσα πίσω το χρόνο, σε κείνη την βραδιά, θα τα έκανα όλα αλλιώς.
Τελειώνοντας αυτές τις γραμμές, η μυρωδιά από το άρωμα σου είναι ακόμα σε κείνο το κουκλάκι που μου είχες χαρίσει εκείνο το βραδύ. Την κρατάω σαν φυλακτό από έναν άνθρωπο που χωρίς να με ξέρει, μου φέρθηκε καλύτερα από άλλους που είχα κάνει τόσα γιαυτούς.
Να είσαι ευτυχισμένος, όπου και να είσαι. Σε ευχαριστώ.