Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Την κοιτούσα!
Είχε βγάλει τα ρούχα της εκείνο εκεί το βράδυ, και το γυμνό της το κορμί ήτανε θέαμα, από εκείνα τα θεάματα που δεν μπορείς να μην τα κοιτάζεις, που σου είναι αδύνατον να μην τα θαυμάζεις, που δεν γίνεται να μην εκστασιάζεσαι στο αντίκρισμα τους.
Την κοιτούσα!
Το πρόσωπο της, το είχαν σμιλεύσεις Άγγελοι θαρρείς κι άφησαν πάνω της το αποτύπωμα τους, λαχτάρισα σας λέω, για να το κλείσω στις δυο παλάμες μου.
Τα μακριά της τα μαλλιά, με κύματα έμοιαζαν, κι εγώ έγινα παιδί κι αρχίνησα να παίζω.
Ο λαιμός της, πρόκληση και πειρασμός να πάω και να φωλιάσω.
Οι ωμοί της, εκεί μπροστά στα μάτια μου, να με προσκαλούν χίλιες φορές να τους φιλήσω αχόρταγα.
Το στήθος της, λόγος για να βαριανασαίνω και να με καίει η ίδια μου η ανάσα.
Η μέση της, θαρρείς κι είχε φωνή, “σφίξε με κι αγκάλιασε με”, μου ψιθύρισε.
Οι μηροί της, αίτια κι αφορμή, να θέλω πάση θυσία να γίνω άντρας αρσενικός, φονιάς της και σωτήρας της συνάμα.
Τα πόδια της, ναός του έρωτα, εικονοστάσι, μνημείο ομορφιάς, κι έπεσα στα γόνατα για να την προσκυνήσω.
Την κοιτούσα!
Μικρός εγώ μπροστά της, κι έτοιμος να ηττηθώ, όσες φορές μου το ζητήσει εκείνη.
Την κοιτούσα!
Θεέ μου, μουρμούρισα, τι κέφια είχες όταν την έπλαθες.
Θεούλη μου, τι πλάσμα έφτιαξες και το έστειλες σε εμένα.
Πες μου Θεέ μου, ποια ήταν η μέρα που την δημιούργησες, για να την κάνω ήμερα που θα έχω την γιορτή μου!
Την κοιτούσα!
Κι όταν με ρώτησε, “τι θέλεις”, “εσένα θέλω”, της απάντησα, κι έτρεμε η φωνή μου από τον πόθο μου.
Την κοιτούσα και με κοίταζε κι εκείνη, όταν λυτρώθηκα που επιτέλους ήμουνα μέσα της!
Κοιταζόμασταν, όταν μαζί χορεύαμε αρμονικά και ξέφρενα με τα γυμνά κορμιά μας
Κοιταζόμασταν κατάματα, όταν κι οι δυο από έρωτα τελειώναμε κι ο ένας έψελνε το όνομα του άλλου.
Και σας το ορκίζομαι παιδιά, γιατί αυτό που τώρα θα σας πω, το έμαθα από εκείνη.
Όταν δυο εραστές, την ώρα που ενώνονται, κοιτάζονται ευθεία μέσα στα μάτια, οι οργασμοί πρώτα συμβαίνουνε στα βλέμματα και στις ψυχές τους, κι ύστερα στα σώματα τους…