Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Μια φωτογραφία ξεχασμένη στο βάθος ενός συρταριού με έκανε να σε θυμηθώ απόψε. Πόσο καιρό, αλήθεια, έχω να σε δω; Μέσα από το άψυχο χαρτί μου χαμογελάς και ξαφνικά σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω. Για λίγο βρέθηκα ξανά στην αγκαλιά σου, να γελάω σαν παιδί κι εσύ να με φιλάς και να μου λες…
Πόσα μου έλεγες, αλήθεια…
Μόνο που έφυγες κι εγώ βρέθηκα ξαφνικά να ακροβατώ, προσπαθώντας να βρω τη χαμένη ισορροπία μου και να μην πέσω στο κενό, σ’ εκείνο το κενό που άφησε η απουσία σου. Έβαλα στόχο να σταθώ πάλι όρθια και να μην έχω ανάγκη κανέναν. Έβαλα στόχο να μην αγαπήσω ποτέ ξανά, για να μην μπορέσει πια κανείς να με πληγώσει. Και τα κατάφερα, νομίζω.
Μόνο που είναι κάτι στιγμές, όπως τώρα, που τα πράσινα μάτια σου με στοιχειώνουν. Νιώθω πως είσαι δίπλα μου και μ’ αγκαλιάζεις και ξέρω πως ο κύκλος μας δεν έκλεισε ακόμα. Γιατί όσο κι αν ζεις μακριά μου, όσο κι αν ζω μακριά σου, πάντα κάτι θα μας λείπει και πάντα κάτι θα μένει μισό. Θα ζούμε μια ζωή χωρίς σπίθα, μια ζωή που θυμίζει ουίσκι αραιωμένο με νερό.
Μα εμείς, αγάπη μου, πίναμε πάντα σφηνάκια tequila, για να νιώθουμε το αλκοόλ, ανόθευτο κι ανέρωτο, να μας καίει το λαιμό. Να μας καίει και να μας μεθάει, όπως ο έρωτας που ζήσαμε και ακόμα μας στοιχειώνει. Γιατί πάντα θα είμαστε ένας κύκλος που δεν έκλεισε ποτέ.