Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Αυτός ο γόρδιος δεσμός όλων των ερώτων που θα μπορούσαν να έχουν λάβει χώρα και δεν έλαβαν ποτέ, με ξύπνησε εκείνο το ξημέρωμα.
Μία πικρή γεύση στα χείλη που κατέληγε σε αγαπημένη συνήθεια. Δε μου προκαλούσε πανικό αφού οικείο είχα το συναίσθημα του φόβου για το μοίρασμα.
“Ίσως αύριο” μονολογούσα, έχοντας μία διευρυμένη αντίληψη της νεότητας ώστε ποτέ δε μου φαινόταν πολύ αργά.
Και τα χρόνια περνούσαν και έκλεινα με οργή τις πόρτες στο μαζί, που πάντα είχε κάτι να πάρει. Πάντα κάτι με βία ξερίζωνε από μέσα σου, λες και το χρωστούσες. Οι άνθρωποι περνούσαν, διστακτικά πλησίαζαν και με όση επιμονή επέτρεπες να έχουν προσπαθούσαν να σε ξυπνήσουν μα εσύ γυρνούσες πλευρό επιλέγοντας τους πιο ακίνδυνους.
Όμορφοι σταθεροί άνθρωποι, είχαν την διάθεση να δώσουν μα μετέτρεπες το φως τους σε σκοτάδι. Μετρούσες το συναίσθημα σε βόλεμα και νόμιζες ότι ζεις ενώ δεν είχες ξεκινήσει . Εξαρτημένη από την εικόνα, κάθε φορά περνούσες τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου.
Θυμάμαι εκείνο το ξημέρωμα ,πρέπει να κράτησε για χρόνια . Έτσι πορευόσουν με τους λιγότερο απαιτητικούς , εκείνους τους προβλέψιμους έρωτες με ημερομηνία λήξης.
Έρωτες που από την αρχή ήξερες ότι δε ταιριάζουν με σένα , αλλά η σκέψη ότι ίσως εκτεθείς τους μεταμόρφωνε σε διαχειρίσιμους . Οι μέρες να κυλάνε απλά και εσύ μέσα στην μοναχικότητα να ονομάζεις σωστό το λάθος σου.
Δεν άξιζε κανένας για να τσαλακωθείς;
Άξιζε! Στάθηκα πίσω από την πόρτα και ακούμπησα αθόρυβα το αυτί μου επάνω της .Μου φάνηκε περίεργο η θέληση να ακούσω. Με δυσκολία μπορούσα να καταλάβω τον χτύπο της. Είχε ένα αύριο ο χτύπος αυτός. Και η δίψα μου για συνέχεια, δεν είχε προηγούμενο.
Κλειστή η πόρτα, όπως είχα επιλέξει μέχρι εκείνη την στιγμή , μα τόσες εικόνες ξεκάθαρες. Χρώματα , μουσικές και εγώ πιο ευάλωτη απ’ τον καθένα.
Ο χτύπος γινότανε πιο δυνατός σα να χτυπούσε μέσα από μένα. Είχα πάρει την απόφαση να τολμήσω να ζήσω, άλλωστε η λαχτάρα δε μου άφηνε άλλη επιλογή.
Έψαξα θαρραλέα το κλειδί να ανοίξω αφού ο φόβος με είχε αναγκάσει να κλειδώσω την πόρτα όπως τόσες . Ήθελα να ανοίξω, για πρώτη φορά συνειδητά. Μα το κλειδί η μοίρα είχε εξαφανίσει. Και έτσι κάπως μαζί με τον καιρό , πέρασε και η ευκαιρία να ανασάνω. Να πω ότι έζησα το πολύ που είχε ο έρωτας σου.
Μα δεν ήταν για μας μια τέτοια ευτυχία.
Θυμάμαι εκείνο το ξημέρωμα,πρέπει να κράτησε για χρόνια .
Ίσως αύριο έλεγα, και αυτό το αύριο περιμένω ακόμα.
Join the discussion