Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Δεν με νοιάζει αν θα έρθεις για μια νύχτα ή για μια ζωή. Ούτε αν θα μείνεις κοντά μου ή αν θα ξαναφύγεις.
Θέλω τώρα, να βάλεις δυο ρούχα σου σε μια τσάντα, και να φύγουμε. Έτσι όπως το ήθελες εσύ θα γίνει αυτή τη φορά.
Δεν θα έχω ετοιμάσει χάρτη και σχέδιο. Δεν θα έχω κάνει κρατήσεις. Δεν θα έχω προγραμματίσει τίποτα.
Ένα γεμάτο ντεπόζιτο μου ζήτησες μια νύχτα και το δρόμο μπροστά μας. Κι εγώ σου μίλαγα για προγράμματα, προορισμούς και στάσεις. Δεν είχα καταλάβει. Δεν σε είχα καταλάβει. Μα τώρα ξέρω.
Δεν ξέρω εσένα, δεν σε έμαθα ποτέ. Ξέρω όμως πως οι μέρες μου δεν ξημερώνουν χωρίς εσένα. Ξέρω πως δεν χαμογελάω χωρίς εσένα. Ξέρω πως δεν μου κάνουν οι κανόνες και οι όροι που εγώ ο μαλάκας έβαζα ανάμεσά μας.
Θέλω εσένα, εδώ. Άνευ όρων. Άνευ ορίων.
Μην αργείς. Το ντεπόζιτο έχει βενζίνη, η μουσική έχει αρχίσει να παίζει κι εγώ θα έρθω κάτω από το σπίτι σου.
Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να φανείς και να με κοιτάξεις μ’αυτά τα μάτια που μουδιάζουν και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου.
Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να μην αργήσεις κορίτσι μου..
Έλα, πάμε άλλη μια κι ας μας βγει και σε κακό! Άλλο ένα σημάδι, εκεί, στην άκρη του λαιμού!