Γράφει η Jinxie Jinx
Κρατάω στα χέρια μου πέντε φύλλα από την τράπουλα, η κέντα χέρι στρωμένη υπέροχα μπροστά μου και προσπαθώ μετά βίας να μην γελάσω πονηρά και προδοθώ.
Είσαι απέναντι μου και προσπαθείς να διαβάσεις το πρόσωπό μου, να δεις αν έχω καλύτερο φύλλο από εσένα, αν μπορώ να σε κερδίσω.
– Έλα μωρό μου, μπες ή δώστα μου, μην το κουράζεις πολύ, σου λέω και σου κλείνω το μάτι.
Είσαι ήδη μόνο με το εσώρουχο και τις κάλτσες σου, τα περιθώρια στενεύουν και η σιγουριά που πριν λίγο έδειχνες έχει εξανεμιστεί.
– Θα μπω μωρό μου, μόνο και μόνο γιατί είμαι σίγουρος ότι μπλοφάρεις. Αυτή τη φορά το χαρτί με θέλει, μου λες και σπρώχνεις τι μάρκες σου πάνω στο χαλί κοιτώντας με συνέχεια στα μάτια με μια υποψία χαμόγελου.
Στο παρασκήνιο παίζει ένα τραγούδι τζαζ, άγνωστο άλλα τόσο ατμοσφαιρικό, που κάνει την βραδιά ακόμα πιο έντονη από όσο είναι και την ματιά σου κάθε που έπεφτε πάνω μου, να με καίει λίγο λίγο.
Τα αναμμένα κεριά και τα δύο πορτοκαλί πορτατίφ, φωτίζουν το δωμάτιο τόσο όσο και η μυρωδιά από το ανοιγμένο κρασί έχει πνίξει το δωμάτιο, πλημμυρίζοντας το με μυρωδιές από αλκοόλ και φρούτα.
Σε κοιτάω στα μάτια χαμογελώντας πλατιά, ανοίγω τα φύλλα μου ένα προς ένα, αργά και βασανιστικά.
– Δέκα, Βαλές, Ντάμα, Ρήγας και Άσσος, έχω την εντύπωση ότι μας κάνουν κέντα, μωρό μου. Ή κάνω λάθος; σε ρωτάω και σε παρατηρώ να αλλάζεις δέκα χρώματα. Δειλά κατεβάζεις τα χαρτιά σου.
– Εξάρια, Ρηγάδες, μου λες, με φωνή τρεμάμενη.
– Έλα να σε βλέπω να βγάζεις καλτσούλες, μην καθυστερείς. Και πάμε άλλη μια παρτίδα, αν τολμάς.