Γράφει η Λάουρα Σαργέντη
Κι έρχεται μια στιγμή που ένας απρόσμενος επισκέπτης από τη χώρα του ποτέ, έρχεται και σε ξυπνά από τον ερωτικό λήθαργο. Έτσι απλά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, σαν μπουρίνι να σε βρήκε μεσοπέλαγα, σε βγάζει από την αγαπημένη σου μοναχικότητα, την ανούσια ρουτίνα της γατίσιας συνήθειας να τρως τα ίδια friskies κάθε μέρα και το βράδυ να χαζεύεις TV.
Τα μάτια συναντιούνται μέσα στο πλήθος, συνομιλούν μέσα στην κίνηση και συμφωνούν «ναι, κι εγώ σ’ έψαχνα τόσο καιρό. Το θέλω κι εγώ».
Ένα παιδικό συναίσθημα σε ξυπνάει. Το σφίξιμο στο στομάχι, το γνωστό μα ξεχασμένο πεταλούδισμα της καρδιάς. Το σμήνος των πεταλούδων, δημιούργησε ένα γαϊτανάκι και μας σήκωσε ψηλά, διαλύοντας στο πέρασμά του, όλους τους φόβους και τις αναστολές που δημιουργήθηκαν κάποτε από μονόδρομους έρωτες και σιωπηλά θέλω, καίγοντας τα σαν πανίσχυροι δράκοι, φύλακες του κάστρου της καρδιάς που άξαφνα χτυπάει χαρούμενα μετά από καιρό.
Μέσα στο πλήθος, σου δίνω το χέρι. Τα δάχτυλα μας δένουν κόμπο. Περπατάμε μαζί στην αγορά. Στο στενό σοκάκι που γεμίζει η μπουκαμβίλια, με στριμώχνεις, με παίρνεις αγκαλιά και με γεμίζεις με φιλιά. Μου κόβεις την ανάσα κι αναδύομαι από τη θάλασσα του έρωτα . Με τραβάς γλυκά να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Χαμογελάς και φωτίζει ο κόσμος όλος. Καθόμαστε στο ταβερνάκι της παραλίας για ουζάκι. Το τραπεζάκι αράζει πάνω στην άμμος, που μπλέκεται στα πόδια μας, θέλοντας να συμμετέχει κι αυτή στη γιορτή μας, ενώ το κύμα προσπαθεί να μας φτάσει.
Το ηλιοβασίλεμα μαγικό μέσα από τα μάτια σου. Η νύχτα απλώνεται και το ερωτικό της δίχτυ κυνηγά να μας πιάσει, ενώ τρέχουμε γυμνοί στην παραλία και για να της κρυφτούμε, βουτάμε στη θάλασσα μας. Το νερό δροσερό και τα σώματα μας καυτά ζεσταίνουν όλη την πλάση. Πίνω το αλμυρό φιλί σου, ξανά και ξανά. Ο Ήλιος θα μας βρει αγκαλιά, αποκαμωμένους από έρωτα, ηδονή και φιλιά, γεμάτους όνειρα κι επιθυμίες για το πρωτόγνωρο αυτό ξημέρωμα και μας ρωτά:
– Πάμε μαζί στη χώρα του για πάντα; Έλα, μην φοβάσαι!