Γράφει ο Nickolas M.
10:00, Ράχες Φθιώτιδας, παραλία
Δεν αλλάζει τίποτα εδώ τόσα χρόνια. Δεν υπάρχει τίποτα και κανένας. Αλλά έρχομαι εμμονικά κάθε φορά. Δεν ξέρω αν περιμένω κάτι. Ίσως είναι απλά ένας φόρος τιμής. Ότι δεν ξέχασα κι ότι αυτό με κάποιο τρόπο ίσως με ανταμείψει κάποτε. Βλακείες ε; Ναι, ίσως. Αλλά είναι μια περίεργη ρουτίνα που πάντα επαναλαμβάνω. Έρχομαι, κάθομαι, βλέπω το νερό, χαιρετώ και φεύγω. Δεν υπάρχει πια τίποτα και κανείς εδώ..
12:30, Σκάλα Λιτοχώρου, Ταβέρνα «Ο Αντώνης»
– Είπα κι εγώ, πέρασε ένας μήνας και δεν ήρθες, λέω έπαθε τίποτα;
– Γεια σου ρε Ειρήνη. Ένας μήνας είναι ήδη πολύς.
– Ε μα αυτό λέω κι εγώ! Έλα κάτσε να φέρω τα τσιπουράκια.
– Με ρέγουλα όμως γιατί οδηγάμε κιόλας.
– Δεν έχεις ανάγκη εσύ! Έλα ξεκίνα με τα μεζεδάκια και πάω να φωνάξω τον Αντώνη.
– Πώς είναι;
– Του άλλαξε ο γιατρός τα χάπια κι είναι λίγο καλύτερα. Δεν «χάνεται» πια, κι όταν συμβαίνει, κρατάει λίγο.
– Κατάλαβα. Χαρά στο κουράγιο σου, τί να πω…
– Ε ξέρεις πώς είναι αυτά. Άντε εβίβα και τα λέμε σε λίγο.
Παίρνω μια βαθιά, θαλασσινή ανάσα και πίνω μια γουλιά. Απομονώθηκε εδώ σε αυτή την ήσυχη γωνιά της Πιερίας η παλιοσειρά μου. Βρήκε την ηρεμία του ψαρεύοντας θαλασσινά και όστρακα που βγάζει αυτή η θάλασσα. Αλλά ο μερακλίδικος τρόπος που τα έφτιαχνε και το χειροποίητο τσίπουρό του τον έκαναν φίρμα, οπότε η ηρεμία πάπαλα. Ευτυχώς υπάρχει η Ειρήνη του.
– Τα χιλιόμετρα είναι λίγα, παλιοσειρούλα;
Με διακόπτει η βαθιά μπάσα φωνή και το μεγάλο ψαρό κεφάλι του.
– Κι η απόστασή μικρή Αντωνάρα!
Σφιχτή αγκαλιά και αμέσως γεμάτα ποτήρια. Δε μιλάει πολύ, ποτέ δεν μίλαγε. Για κάποιο λόγο, εγώ πάντα τον άκουγα.
– Πάλι σε αυτήν πας ρε;
– Έτσι λέω.
– Γιατί;
– Καλή ερώτηση.
– Αλλά δεν έχουμε πάντα τις απαντήσεις…
– Έτσι ακριβώς.
Σιγή, που την διακόπτει ο ήχος από τις ρουφηξιές μας.
– Πώς είσαι ρε Αντώνη;
Δεν μου απαντάει, παρά κοιτάει το άπειρο.
– Γιατί με έσωσες τότε ρε σειρά;
Πρώτη φορά με ρωτάει μετά από 15 χρόνια.
– Τί εννοείς ρε Αντώνη;
– Αυτό που ρωτάω. Γιατί δεν με άφησες απλά;
– Μήπως γιατί δεν ήταν «απλά;»
– Θα είχαν ησυχάσει όλοι. Κι η Ειρήνη, κι εσύ, κι εγώ στην τελική.
– Έλα εβίβα κι άσπρο πάτο. Και κάνω πως δεν άκουσα.
Αδειάζουμε μονορούφι τα ποτήρια. Σηκώνομαι να φύγω. Μου φέρνει μια τσάντα με τα συνήθη καλούδια και με αγκαλιάζει.
– Με συγχωρείς. Χρωστάω..
– Δεν χρωστάς τίποτα, έλα!
– Να έρχεσαι να με βλέπεις.
– Ε, όσο βαστάω.
– Πάντα βαστάς εσύ. Ευχή και κατάρα.
– Όπως το λες.
Μπαίνω στο αμάξι και βάζω μπρος.
«Εγώ δεν έχω όνειρα, φτερά για να πετάξω, ούτε τα περιθώρια διαδρομή να αλλάξω..»