Γράφει ο Nickolas M.
22:30, Νέα Παραλία, Θεσσαλονίκη
– Πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις αυτό. Ξοδεύεις τον εαυτό σου για κάτι που δεν υπάρχει πια.
– Το ότι είσαι εδώ πάντως εμένα άλλα μου λέει.
– Δεν διαγράφονται εν μία νυκτί τρία χρόνια. Αλλά η ζωή εξελίσσεται, οι άνθρωποι αλλάζουμε.
– Πειράζει που εγώ καμία «εξέλιξη» δε βλέπω σε όλο αυτό;
– Είσαι σε μόνιμη άρνηση εδώ και τόσο καιρό, πρέπει κι εσύ να προχωρήσεις.
– Εγώ το βρήκα το δικό μου τέλειο, δεν καταλαβαίνω τί μου λες.
– Είναι η τελευταία φορά που έρχομαι. Δεν έχω να πω ή να ακούσω κάτι άλλο. Εσύ επιλέγεις. Καληνύχτα..
Επέλεξα. Εσένα. Αλλά θέλουμε άλλα πράγματα προφανώς. Αλλά ναι, σε ένα πράγμα έχεις δίκιο, η ζωή προχωράει. Τώρα προς τα που; Δεν ξέρω..
03:00, ουζερί «Τοίχο – Τοίχο», Άνω Πόλη
– Εγώ καλά την είχα ψυλλιαστεί και της τα ‘λεγα εδώ της φίλης σου, δεν έρχεται μόνο για δουλειά εδώ τόσο συχνά.
– Έλα ρε ξερόλα, παίζεις κι εσύ με τον πόνο του ανθρώπου. Για πες, και τώρα τί σκέφτεσαι;
– Δεν σκέφτομαι, αυτό είναι το πρόβλημα.
– Ε ωραία ίσως αυτό είναι που χρειάζεσαι, ένα διάστημα να ασχοληθείς μόνο με τις ανάγκες σου.
– Αυτό νόμιζα ότι έκανα τόσο καιρό.
– Όχι δεν έκανες αυτό, με τις ανάγκες των άλλων ασχολείσαι συνέχεια. Δεν είσαι ιεραπόστολος ξέρεις, ούτε σε έστειλε ο Θεός να σώσεις τον κόσμο!
– Α σε αυτό θα συμφωνήσω με την φίλη σου, αν είναι να έρχεσαι κάθε μήνα, να είναι για τον σωστό λόγο.
– Και ποιος είναι αυτός ρε Γιωργάρα;
– Να πίνουμε τα τσιπουράκια μας ντε! Άντε εβίβα!
– Γιώργο πίνε λιγότερο γιατί δεν μαζεύεται η γλώσσα σου μετά! Άκου λίγο, θες χρόνο και απόσταση από όλους κι απ’ όλα. Αν θες, καλοκαιράκι έρχεται, το σπίτι στην Νικήτη εκεί είναι, περνάς παίρνεις τα κλειδιά και πας.
– Δεν ξέρω ρε Χρύσα, θα δω, ευχαριστώ πάντως! Άντε χαιρετώ.
– Πού θα μείνεις; Μείνε σε μας απόψε.
– Μπα καλά είμαι φεύγω καπάκι.
– Έχεις πιεί, κάτσε απόψε κι αύριο μέρα είναι.
– Μια χαρά είμαι, έννοια σου!
– Στείλε μήνυμα όταν φτάσεις.
– Ρε σαν ποια μου θυμίζεις.
– Θεία μου ήτανε, λογικό. Έλα φιλάκια!
– Κι όπως είπαμε ε; Τσιπουράκι για όλα, φάρμακο λέμε!
– Αμάν ρε Γιώργο!
Ευτυχισμένοι μες στην γκρίνια τους. Κατά τα άλλα αυτοί ήταν πάντα το μαύρο πρόβατο για όλους. Και μας έχουν βάλει τα γυαλιά..
12:00, Ράχες Φθιώτιδας (πάλι)
Τελικά βούτηξα. Δεν έχει άλλο νόημα αυτό το άτυπο μνημόσυνο. Οι άνθρωποι που έφυγαν είτε από τη ζωή σου, είτε από τη ζωή γενικότερα, δεν γυρίζουν πίσω. Οι δεύτεροι δεν είχαν επιλογή. Οι πρώτοι είχαν κι ήρθες δεύτερος. Δεν έχει άλλο νόημα το όποιο πένθος. Αποδέχεσαι κάποια στιγμή ότι απλά δεν ήσουν εσύ για αυτούς τόσο σημαντικός, όσο ήταν αυτοί για σένα. Μπορούν και χωρίς εσένα, τόσο απλά. Αν για κάποιο λόγο το μετανιώσουν, τότε θα επιλέξεις εσύ. Μέχρι τότε, απλά ζεις.
Βγάζω τα βρεγμένα μου και ρίχνω μια τελευταία ματιά στην παραλία. Όντως κάτι ήξεραν όλοι που μαζευόντουσαν εδώ. Ηρεμείς. Αδειάζεις. Αλλά συγχρόνως γεμίζεις. Περίεργος συνδυασμός. Ίσως κάποτε ξαναμαζευτούμε…
22:00, μπυραρία “Brauhaus”, Νέα Φιλαδέλφεια.
– Ρε θηρίο σερί πήγαινε έλα πάνω-κάτω; Ποιος είσαι ο Σουμάχερ;
– Καλύτερα όχι, δε θέλω να έχω την τύχη του!
– Άμα ζορίζεις τον εαυτό σου στα όρια, τα ίδια θα πάθεις.
– Όχι εντάξει τέλος, ως εδώ.
– Ε καλά μην το κόψεις και τελείως, καλό τζίρο μας κάνεις κάθε φορά με τις μπουγάτσες και τα καφεδάκια για προμήθειες!
– Ναι ρε Στελλάρα για να τζιράρεις εσύ θα πάθουμε εμείς ζάχαρο!
– Άσε και το παθες το ζάχαρο από τα σορόπια, αλλά είπαμε τέλος αυτό.
– Τέλος; Θα δείξει. Όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν μαζί.
– Α μάλιστα, η μπύρα εστί φιλοσοφείν, κατάλαβα, άντε εβίβα!
Πώς το έλεγε κάποτε ένας, όταν μια πόρτα κλείνει, κάποια άλλη ανοίγει.
Άντε να δούμε..