Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Το ήξερα το τέλος. Ήξερα πως θα φύγεις. Ήξερα πως μπήκες στη ζωή μου για λίγο. Όλα τα ήξερα. Τα διαισθανόμουν. Παρόλα αυτά ήθελα να το ζήσω. Ήρθες σαν ένας απλός επισκέπτης που όμως πρόλαβε να ταράξει τα γαλήνια νερά της ζωής μου.
Πίστεψα σε σένα, πίστεψα σε μας. Πίστεψα σε ένα κοινό αύριο κι ας ήξερα πως δεν ήρθες για να μείνεις όσο θα ήθελα. Απλά ήταν εκείνη η τελευταία ελπίδα που κράταγα ζωντανή μέχρι να δώσεις το φινάλε και να φύγεις.
Ήθελα να πιστέψω σε ένα όνειρο. Το είχα ανάγκη. Σε είχα ανάγκη.
Αλλά ότι και να ήθελα δεν έφτανε για να σε κρατήσει κοντά μου. Κι έτσι πριν καλά καλά σε γνωρίσω σε έχασα.
Πέρασε καιρός από τότε που χαθήκαμε. Όμως δεν υπάρχει μέρα που να μη περάσεις από το μυαλό μου. Εκείνες οι στιγμές.
Εκείνο το χαμόγελο, εκείνο το βλέμμα, εκείνα τα φιλιά σου, γεμάτα πάθος. Σε κείνη τη παραλία.
Εκείνο το ξέγνοιαστο καλοκαίρι που όμως κάποτε θα τελείωνε και μαζί του θα έπαιρνε κι εσένα.
Ένα βράδυ μου χες πει πως οι άνθρωποι μπορεί να χάνονται μα σημασία έχει να δίνουμε ουσία στις στιγμές κ με έσφιξες στην αγκαλια σου. Για μια ακόμα φορά.
Για μια τελευταία φορά κι ας μην υπόθηκε κάτι τέτοιο. Το αισθάνθηκα ότι θα ήταν η τελευταία φορά που βρισκόμουν στην αγκαλιά σου.
Θα σε περιμένω όμως να γυρίσεις για να συνεχίσουμε το μαζί από κει που το αφήσαμε. Θα το εύχομαι και θα το ελπίζω με κείνη την τελευταία ελπίδα πάλι που μου απέμεινε.