Γράφει ο Νίκος Γρηγορόπουλος
Ακούμπησε απαλά το ποτήρι της στο μαρμάρινο τραπεζάκι, τον κοίταξε στα μάτια και με το φλογοβόλο στόμα της του είπε “πέθανε η αγάπη, ποια αγάπη;”
Εκείνος με τα φρύδια λυπημένα και γεμάτα ταραχή έμεινε να το τσιγάρο στο χέρι.
Κρυφάκουγα τη συζήτηση απο το διπλανό τραπέζι με πολυ ενδιαφέρον και σοκαρίστηκα “πέθανε η αγάπη;” σκέφτηκα και έβαλα μία μεγάλη γουλιά κόκκινο κρασί στο στόμα ” κι αν πέθανε που είναι το πτώμα της; ποιος την σκότωσε; αποκλείεται.. αν δεν δω το πτώμα της δεν πιστεύω τίποτα” ήμουν πολύ ταραγμένος, σηκώθηκα με κουράγιο απο το τραπέζι και έριξα μια τελευταίο ματιά στο διπλανό ζευγάρι, είχαν μείνει βουβοι και σοβαροί όπως μια δύσκολη παρτίδα σκάκι.
Κουμπωθηκα εως πάνω, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και έφυγα με βήμα ταχύ στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης.
Κοίταζα δεξιά, αριστερά και η αγάπη πουθενά, δε μπορεί καπου θα κρύβεται, κάπου θα ξεκουράζεται.
Στάθηκα στο φανάρι και περίμενα να περάσω απέναντι και καθώς κοιτούσα απέναντι το πάρκο με μεγάλη έκπληξη την είδα.
Γέμισα φρίκη, δεν πίστευα στα μάτια μου.
Την είδα κρεμασμένη με μια λιγαδουρα στο λαιμό να αιωρείται σαν εκκρεμές.
Αμέτρητοι περαστικοί, αδιάφοροι και σκληροί και κανένας δεν έκανε τίποτα, ουτε καν κοιτούσαν λες και ηταν αόρατη.
Την ξεκρεμασα και την πήρα στον ώμο.
Δεν είμαι σίγουρος ότι πέθανε, θα την παρω στο σπίτι να την περιθαλψω, να της χαϊδέψω τα μαλλιά ως το τέλος, να τις τριψω τα πόδια μέχρι να κουνηθεί ή να πεθάνει.
Ο γάτος πήγε κοντά της και της έγλειφε το κεφάλι λες και προσπαθούσε.
Ποιος την κρέμασε; Μήπως ειχε κατάθλιψη και ήθελε να βάλει ένα τέλος;
Εντύπωση μου κάνει η αδιαφορία όλων, δεν την έχουν ανάγκη πια;
Comments are closed