Γράφει η Βαλέρια
Θέλω να σε δω. Πάλι αυτή η αρρωστημένη ανάγκη στη μέση του πουθενά. Οδηγάω αξημέρωτα για τη δουλειά και μπαίνεις στη σκέψη μου αβίαστα. Τρομάζω και απορώ με αυτό, αφού δεν έφυγες ποτέ από εκεί. Δάκρυα και ένα ξεσκισμένο γιατί, που το χω τραβήξει από κάθε άκρη του. Γιατί να φύγεις, γιατί δεν είσαι εδώ, γιατί ξημερώνει και νυχτώνει χωρίς εσένα;
Υπόσχομαι να μην σε ενοχλήσω ποτέ. Δεν πρέπει να διαπραγματεύομαι την αξιοπρέπειά μου. Μετανιώνω τη σκέψη μου την ίδια στιγμή και τα χέρια μου πληκτρολογούν ήδη ένα μήνυμα που υπόσχομαι να είναι το τελευταίο. Έχω γίνει η μεγαλύτερη ψεύτρα. Λέω συνεχώς ψέματα στον εαυτό μου. Δεν άξιζες τη δική μου ανατροπή. Δε σε θέλω πια στη ζωή μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτώ να σου μιλήσω ξανά.Πού είσαι; Με σκέφτεσαι καθόλου; Σου λείπω; Αναζητάς τη μυρωδιά μου; Σε θέλω γαμώτο.
Όχι, είμαι πολύ καλύτερα χωρίς εσένα. Η ζωή μου βρίσκει ξανά τους ρυθμούς της και με πιάνω να χαμογελώ σε κάτι αστείο που πετάχτηκε μπροστά μου. Και μετά πάλι εσύ. Γιατί δεν είσαι εδώ να το δεις; Γιατί δεν σηκώνω το τηλέφωνο να σου το πω; Μου λείπεις. Ξέρεις, οι άνθρωποι καμιά φορά ουρλιάζουν στη σιωπή τους, πονά το κορμί από τα αγγίγματα που στερείται, σκληραίνουν από την απουσία. Δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι εδώ. Δεν έπρεπε να σε είχα γνωρίσει.
Δεν έπρεπε να δω την εκδοχή του εαυτού μου δίπλα σου. Έπρεπε να αγνοώ το πόσο ευτυχισμένη μπορούσα να είμαι. Έπρεπε να μείνω πεπεισμένη για πάντα πως δεν υπάρχει ο απόλυτος έρωτας, η λαχτάρα για έναν άνθρωπο και η προσμονή για την ένωση που καθόριζε το ποιοι είμαστε. Τώρα ξέρω πως όλα αυτά κατοικούν μαζί σου και δεν έχω πόδια να τρέξω να έρθω να σε βρω. Δεν έχω λέξεις να ακούσεις που θα καταλάβεις. Είμαι ένα τίποτα πνιγμένο στο απόλυτο τίποτα.
Δεν θέλω να έρχεσαι εδώ. Το κατάλαβες; Δεν θέλω να σε δω. Σε μισώ. Γιατί έχεις αυτά τα μάτια; Δεν θα ήταν καλύτερα να μην έχω δει πόσο ερωτευμένος υπήρξες; Μαζί. Εγώ κι εσύ. Πού είσαι; Μην λες. Μην απαντάς. Κλείσε κάθε δυνατότητα επικοινωνίας. Λύτρωσέ με από εσένα. Πόνεσέ με μέχρι να σε σιχαθώ. Απογοήτευσέ με. Μην είσαι όλα αυτά που ποθώ. Πάρε τα σκοτάδια σου μακριά, δεν μπορώ να τυφλώνομαι κάθε λεπτό και να αποζητάω περισσότερο.
Ποτέ, καμία αυτοκαταστροφή δεν ήταν τόσο γλυκιά όσο η δική μας. Μίλα. Πες κάτι. Δεν αντέχω άλλη σιωπή σου. Και αυτή η νέα σου φωνή δεν ταιριάζει καθόλου σε εσένα. Μην λες αυτό το «αν». Με τσακίζει. Πιασ΄το ανάποδα. Πες «να». Να είσαι εδώ. Να αντέξεις. Να μείνεις. Να με προσέχεις. Να με σώσεις από εσένα.
Πάγωσα. Δεν πρέπει να νιώθω. Συνεχώς μιλάμε για το πώς νιώθουμε. Δεν έχω νιώσει άλλον τέτοιον πόνο κι ότι είπαμε το έχω μετανιώσει. Τώρα ξέρεις. Είμαι πολύ πιο γενναία από τους φόβους σου κι εσύ πολύ πιο δειλός από τις δικές μου άτολμες πράξεις. Μην γυρίσεις. Μην κοιτάξεις πίσω. Μην κρυφοκοιτάς τη ζωή μου. Παράτα με. Σε περιμένει εκείνη; Πες της πως πήρες το μάθημά σου από εμένα και είσαι πια έτοιμος γι΄αυτήν. Ταιριάζει στα κουτάκια σου, αλλά δεν χορταίνει το μυαλό σου.
Είμαι εκεί, κάθε φορά που κάθεσαι απέναντί της και κάθε στιγμή που βολεύεται στα γαμημένα τα κουτάκια σου. Σου τα έσπασα όλα. Και πάντα θα σε κατατρώει το δικό μου απόλυτο συναίσθημα, για το οποίο ουδέποτε κόπιασες, ουδέποτε εγκλωβίστηκες σε τακτικές, παρά μόνο έγινες αποδέκτης του στον υπερθετικό του βαθμό.
Εγώ ήθελα να θέλεις.
Να μην είμαστε οι άλλοι.
Να μπορούμε.
Να σπάσουμε τους κώδικες.
Να τους δείξουμε πως είμαστε εμείς εναντίον όλων.
Ανεξάρτητοι και απελευθερωμένοι από πεπρωμένο.
Δέσμιοι μόνο ο ένας του άλλου.
Επιλεκτικά και αμφίδρομα φυλακισμένοι στο συναίσθημά μας.
(Με) λύγισες.