Πού είσαι, να ηρεμήσεις τους δαίμονες μέσα μου;
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Μη μ’ακουμπάς, μη μ’αγγίζεις, πονάω.. Πονάω συθέμελα.
Έβγαλες από μέσα μου όλα εκείνα τα “σκατά”, που προσπαθώ να ξεφορτωθώ.
Όλα εκείνα που θέλω να μην υπάρχουν, τα έκανες να πάρουν σάρκα και οστά πάλι. Όλα εκείνα πού‘χα σβήσει. Ή που έτσι νόμιζα..
Τι θέλεις; Τι θέλεις γαμώτο; Θέλεις ν’ακούσεις πόσους ανθρώπους έχω “σκοτώσει” μέσα μου, από τη μέρα που χωρίσαμε; Πόσους σκοτώνω καθημερινά; Αντέχεις ν’ακούσεις; Αντέχεις να σου πω πως είναι τα βράδια μου τώρα, χθες, πώς θα είναι αύριο. Αντέχεις ν’ακούσεις;
Γάμησέ με, με τις αξιοπρέπειες και τις ψευτοπαραστάσεις σου. Σ’αυτά να δίνεις σημασία. Σ’αυτά που δεν αντέχεις να ακούσεις. Εγωισμοί του κώλου κι ένα σωρό μαλακίες. Η καύλα μωρό μου, εσωκλείει ξεβόλεμα. Απαιτεί ιδρώτα.
Σε θέλει μούσκεμα. Απαιτεί επιμονή. Εκείνη την επιμονή που σε φθίνει, που σε τρώει και θέλεις κι άλλο. Κι άλλο κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Ωραιοποιημένοι οργασμοί και χιλιομασημένες “ευτυχίες”. Όλοι οι απελπισμένοι στο ίδιο καζάνι. Σιχάθηκα.
Δεν γουστάρω το τέλειο, ούτε το φτιασιδωμένο. Μη μου πλασάρεις το καλλωπισμένο “εγώ” σου λοιπόν. Δεν θα δεχθώ πάλι αβασάνιστα την εκδοχή που σε βολεύει, ακούς;
Δεν ξέρεις τα ζόρια μου, τις “σφαλιάρες” που τρώω, τίποτε δεν ξέρεις. Μη μου ξαναδείξεις τα δόντια σου, οι αμυχές μου αναβλύζουν αίμα ακόμη.. Μη μου ξαναμιλήσεις για απογοήτευση, για ξέσπασμα, για φόβο. Να σου πω εγώ για το δικό μου χάος, μωρό μου.
Να σου πω εγώ για ιδιοτροπίες, για καψούρα, για κόλαση. Να σου δείξω εγώ τι φοβάμαι. Να σου πω για ξεφτισμένες αντοχές, για το χάλι και την ξεφτίλα που κουβαλάω εξαιτίας σου. Να σου πω τι είναι παράνοια και πόσο “εύκολος” είναι ο ύπνος στα παγκάκια. Να σου πω για τις πρωινές μου βάρδιες στη δουλειά, που βρομοκοπάνε ξενύχτι.
Όχι δεν ξενοκοιμάμαι μωρό μου. Μού‘χεις πάρει και τον ύπνο. Έχω καιρό να κοιμηθώ. Μήνες τώρα τη βγάζω αγκαλιά με το ξεχαρβαλωμένο μου πληκτρολόγιο.
Γραφώ, γράφω, γράφω.. Ανάθεμα κι αν ξέρω που θα βγει όλο αυτό.. Δεν με νοιάζει όμως, με ηρεμεί.
Όπως με ηρεμούσε η αύρα σου. Το άγγιγμά σου. Οι λιγοστές σου λέξεις κι εκείνες οι δυο τρεις φορές που θυμάμαι να μου χαμογέλασες αβίαστα, αληθινά.
Πού είναι όλα αυτά τώρα; Πού είσαι να ηρεμήσεις εκείνο το παιδί, που σου ζωγράφιζε στον ουρανό με τα δάχτυλά του, βουτηγμένα στα χρώματα που αγαπούσες;
Πού είσαι να βάλεις τάξη στην ανακατωσούρα, στο άγχος, στη βρομιά; Ξανάρχονται οι “δαίμονές” μου. Κι όσο κι αν χαμογελάω ειρωνικά, τους φοβάμαι.. Τους φοβάμαι. Πού είσαι..;