Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Πάντα αναρωτιόμουνα και πάντα την έψαχνα ετούτη την απάντηση, σχεδόν από παιδί.
Πάντοτε έψαχνα να βρω, που πάνε οι αγάπες όταν πεθαίνουν.
Ποιος παράδεισος τις αγκαλιάζει μέσα του, για να αγιαστούν και για να τιμηθούνε;
Ποια κόλαση τις καίει, για να ξεχαστούν και να περάσουνε στην λήθη;
Πού πάνε οι αγάπες άραγε Θεέ μου, όταν τους βγαίνει η ψυχή;
Υπάρχουν κάποιοι να τις κλάψουν;
Υπάρχει κάποιος να τους ανάψει ένα κεράκι βρε αδελφέ, να τους πει ένα ρημάδι μοιρολόγι, να μαυροφορέθει και να πενθήσει, έστω και για τους τύπους;
Ας μας πει κάποιος επιτέλους, έλεγα, τι τύχη έχουνε οι αγάπες οι ξεματωμένες, οι ξεπαγιασμένες κι οι ατιμασμένες, όταν τις βρίσκει το άδοξο το τέλος τους;
Όταν περνούν στην ιστορία, με τι γράμματα είναι γραμμένες και σε ποιες σελίδες, ή μήπως κανείς δεν ασχολείται πια με δαύτες και χάνονται στον χρόνο και ξεχνιούνται οριστικά;
Τι νιώθουν άραγε όλοι εκείνοι που τις σκότωσαν; Πληρώνουν κάποτε για αυτό το έγκλημα τους; Νιώθουνε μέσα τους λίγη ντροπή και λίγες τύψεις;
Τι νιώθουν όλοι εκείνοι που προσπαθήσαν να τις κρατήσουν ζωντανές, αλλά στο τέλος ηττηθήκανε κι ας κάνανε υπεράνθρωπους αγώνες;
Πού πάνε ρε γαμώτο, εκείνες οι αγάπες οι αληθινές όταν πεθαίνουν;
Πάντα σας λέω αναρωτιόμουνα, μέχρι που κάποια Κυριακή βγήκα μια βόλτα.
Κι είδα τους πιο πολλούς ανθρώπους να γελάνε, να κάνουν ψώνια, να πίνουν τον καφέ τους, να απολαμβάνουνε τον ήλιο.
Και παραδίπλα είδα κάτι λίγους να είναι σκυθρωποί, να περπατούν μηχανικά, κρατώντας μια θλίψη από το χέρι, να έχουν σκυμμένο το κεφάλι φορώντας κατάμαυρα γυαλιά, μη και φανεί το δάκρυ τους και προδοθούνε.
Και εκεί κατάλαβα! Εκεί την είδα την απάντηση κι ήταν οριστικό, πως οι αγάπες δεν πεθαίνουνε ποτέ! Ζούνε αιώνια στις ψυχές αυτών των λίγων. Αυτών των λίγων, που πια είμαι βέβαιος, ότι τους έχει στείλει ο Θεός, με την ευθύνη να μαζεύουν και να κρατάνε τις αγάπες για πάντα ζωντανές, όταν πετιούνται.
Κι όλοι οι άλλοι, οι πολλοί κι οι χαμογελαστοί, είναι οι φονιάδες, που σκοτώνουν τις αγάπες και πάντα μένουνε ατιμώρητοι οι αγύρτες.
Ή μήπως όχι; Ή μήπως κάποτε και κάπου, τους περιμένει μια δίκαιη τιμωρία;