Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Έλα, σου έβαλα κρύα σαγκρία που σου αρέσει. Κάτσε εδώ να τα πούμε λίγο.
Πώς είσαι; Τι κάνεις;
Γιατί περιφέρεσαι πάλι στην σκέψη μου; Σε είχα διώξει τόσο καιρό κι όλα ήταν ήσυχα.
Γύρισες όμως όπως όλες οι κακές συνήθειες και τώρα δεν μπορώ άλλο να σε αγνοήσω.
Τρέχεις ακόμα τις νύχτες με ντεπόζιτο γεμάτο και τη μουσική στο τέρμα;
Τρέχεις, σε έχω δει.
Γιατί δεν χαμογελάς πια;
Πού πήγε αυτό το χαμόγελο το παιδικό που έμοιαζε να φωτίζει τον κόσμο;
Γιατί στα μάτια σου έστησε χορό η θλίψη;
Μην μου απαντήσεις, ξέρω.
Πάντα ήξερα εκείνα που σε ρώταγα. Πάντα ήξερα πως δεν θα μου απαντήσεις.
Μόνο εκείνο το χαμογελάκι το στραβό έσκαγες κι έλεγες “ξέρω εγώ”.
Σε πόσα “λίγο” σε χαράμισες; Σε πόσα κουτάκια σε χώρεσες για να τους έχεις όλους ευχαριστημένους;
Πόσο πολύ προσπαθείς για να πείσεις για εκείνη την ευτυχία που υποτίθεται πως διεκδίκησες;
Όλα σε δώσεις. Όλα αγορασμένα στις εκπτώσεις. Όλα στο περίπου.
Κι όσα δεν τολμήσαμε;
Όσα δεν τόλμησες όταν σου μίλησα για το δικό μου “πολύ”;
Σε ήθελα πολύ. Σε αγαπούσα πολύ. Σε νοιάστηκα πολύ. Σε διεκδίκησα πολύ.
Πόσο σε τρόμαξε αγάπη μου αυτό το “πολύ”;
Πολλές οι ερωτήσεις και καμία απάντηση να μην θέλω από εσένα.
Τι να την κάνω;
Τώρα έμαθα κι εγώ στο λίγο, στο περίπου και στο μέτριο.
Μάλλον, για να στο πω πιο σωστά, με έμαθες στο λίγο, στο περίπου και στο μέτριο.