Γράφει η Γαρυφαλιά Μοίρα
Στο τζάκι κάθομαι μπροστά και η θύμηση σου με ξεπερνά.
Υπήρχες για κάποιες στιγμές, μα οι άλλες ήταν κρύες και παγερές.
Οι προτεραιότητες σου πιο πολλές, και εγώ σε μία γωνιά να ζητιανεύω μία από αυτές.
Προκάλεσες την αγάπη μου με χίλια δυο, δεν είχες για να δώσεις όμως από αυτό.
Κρύα τα βράδια και η αγκαλιά, βάλε ένα ξύλο στη φωτιά, τα σεντόνια πάγωσαν και αυτά.
Η θύμηση σου προκαλεί ένα ρίγος το κορμί.
Έδωσα αξία σε ένα τίποτα όπως εσύ, τις υποσχέσεις όποιος δεν κρατεί άντρας δεν λέγεται ευθύς.
Δεν άντεξες να προσπαθώ, να σώσω ό,τι μπορώ.
Η καρδιά σου άδεια από αισθήματα πολύ καιρό.
Δεν μπόρεσες λουλούδια να φυτέψεις, και απ’ τον ανθό τους, αγάπη για να θρέψεις.
Ερχόσουν πάντα μία στιγμή, δικαιολογίες να αφήσεις στο κουτί.
Λαχτάρα και όνειρο μαζί να σε προσμένω κάθε αυγή.
Η σιωπή σου μαχαιριά, δεν υπάρχεις για μένα πια.
Η ανάμνησή σου με πονά, βάλε κι άλλο ξύλο στη φωτιά, δεν υπάρχεις για μένα πια.
Τα έσβησα όλα από το μυαλό, τις φωτογραφίες στο τζάκι πετώ.
Δεν υπάρχεις πια εδώ!