Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
– Τι βλέπεις στην εικόνα;
– Σύννεφα. Εσύ;
– Εγώ γαλάζιο ουρανό.
– Μα δε βλέπεις τα σύννεφα;
– Βλέπω και τα σύννεφα. Εσύ βλέπεις το γαλάζιο ουρανό;
– Εγώ βλέπω τα σύννεφα που σκεπάζουν τον ουρανό.
– Το γαλάζιο του ουρανού το βλέπεις;
– Τώρα που το λες, το πρόσεξα. Θα βρέξει, έρχεται βροχή.
– Ωραία θα είναι. Μου αρέσει η βροχή. Εσένα;
– Εμένα όχι. Θέλω να βγω και θα μου χαλάσει τα σχέδια.
– Γιατί από ζάχαρη είσαι και θα λιώσεις να βγεις με βροχή;
– Όχι, αλλά θα μου χαλάσει τα σχέδια.
– Ποια σχέδια; Κάνε καινούργια.
– Δεν το ξέρω αυτό. Έχω μάθει να κάνω κάθε μέρα, τόσα χρόνια το ίδιο και το ίδιο.
– Και πιο είναι αυτό;
– Να φοβάμαι, να θυμώνω, να είμαι άβουλος, να μου λένε οι άλλοι τι να κάνω, να μην τολμώ.
– Και γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Σε βοηθάνε;
– Δεν ξέρω πια. Δεν έχω απαντήσεις. Κοιμάμαι και ξυπνάω χωρίς να ξέρω τίποτα πια.
– Το γαλάζιο ουρανό τον βλέπεις.
– Τώρα που μου μίλησες γι’ αυτόν, τον είδα.
– Τι ψάχνεις;
– Την ομπρέλα. Τώρα που μου είπες να δω το γαλάζιο ουρανό, θυμήθηκα πως κάπου έχω κρύψει μια ομπρέλα.
– Και;
– Και έχεις δίκιο. Δεν είμαι από ζάχαρη να λιώσω. Θα βγω.
– Πολύ χαίρομαι! Κι αν βρέξει;
– Θα κάνω κάτι καινούργιο. Θα περπατήσω στη βροχή αν βρέξει.
– Κι αν βρέξει πολύ;
– Θα ανοίξω την ομπρέλα.
————–
Στους αποκαλυπτικούς καιρούς που ζούμε, χρειάζεται να προσέχουμε τι κοιτάμε, που κοιτάμε και ποιο χέρι μας δείχνει τι, πώς μας το δείχνει και τι, δεν μας δείχνει.