Στην υγειά, μιας μισής νύχτας, ακόμα..
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Με κοιτάς ενώ βάζεις τα παπούτσια σου και κάτι μου λες. Δεν σε ακούω, χαζεύω το δωμάτιο γύρω μου, το έχω δει τόσες άλλες φορές και όμως νιώθω σαν να μην το ξέρω καθόλου.
Βλέπεις, φεύγω πάντα βιαστικά. Να προλάβω να μην με βρει εκεί κανείς. Να προλάβεις εσύ να φύγεις να μην αργήσεις.
Έχεις βάλει τα παπούτσια σου και με περιμένεις στην πόρτα με το χέρι στο πόμολο, μια ανεπαίσθητη ανυπομονησία και δυσανασχέτιση διακρίνω στο πρόσωπό σου, τόση για να με κάνει να καταλάβω πως πρέπει να βιαστώ.
Έχεις δίκιο. Χασομεράω, μα μόνο γιατί προσπαθώ να δω έστω και μία λεπτομέρεια μέσα σε αυτό το δωμάτιο.
Ξεροβήχεις. Με τον τρόπο σου μου λες να τελειώνω.
Βάζω παπούτσια και σε κοιτάω διερευνητικά. Δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ, κι ας ξέρω την απάντηση, οπότε ήρθε η ώρα να σε ρωτήσω.
“Που βιάζεσαι τόσο να πας;” Δεν σε κοιτάω, δένω τα κορδόνια μου, μα νιώθω το σώμα σου να σφίγγεται, ακούω το χέρι σου να περνάει αμήχανα μέσα από τα μαλλιά σου.
Σηκώνω αργά το βλέμμα και σε κοιτάω, με αποφεύγεις με μαεστρία.
“Άστο ρε συ, το ‘χω δεν πειράζει. Φεύγω.”, σε παραμερίζω κι ανοίγω την πόρτα.
Κάνεις να μιλήσεις μα κλείνεις ευθύς το στόμα σου. Σου κάνω νεύμα και εξαφανίζομαι.
Χώνομαι με τα χίλια ζόρια στο μπαρ και βρίσκω την παρέα μου, κάτι σφηνάκια που υπήρχαν στο τραπέζι τα εξαφάνισα απευθείας.
Στο τελευταίο πια τους κοίταξα, χτύπησα το σφηνάκι στο τραπέζι, χαμογέλασα πικρά και φώναξα να με ακούσει όλο το μαγαζί, να ακουστώ πάνω από τη μουσική,
“Στην υγειά, μιας μισής νύχτας, ακόμα..”.