Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Ξέρω πως φταίω. Ξέρω τη φύση μου κι όλες τις καταστροφικές εμμονές της. Τις ξέρω μία προς μία. Μη μου το αρνηθείς, αλλά όλοι έχουμε τη ροπή προς το βλαβερό, το επικίνδυνο και το επιζήμιο για τον εαυτό μας. Μιλάω για κείνη την “κατανάλωση” πάθους που μας καταστρέφει το μυαλό και μας τρώει αργά και βασανιστικά την ψυχή.
Έχουμε όλοι, πλήρη επίγνωση της συνήθειας να καταστρέφουμε τον εαυτό μας, ορμώμενοι από πάθη, καύλες και εξαρτητικά συναισθήματα. Έτσι δεν είναι; Το βρίσκουμε απόλυτα ηδονικό να αλλοιώνουν την ταυτότητά μας και να δηλητηριάζουν τις ζωές μας, άγνωστοι “εισβολείς”, που με το έτσι θέλω ξημεροβραδιάζονται στα μυαλά μας αλλά λείπουν από τα σεντόνια μας.. Εκείνο είναι το “γαμώτο”. Ότι λείπουν από τα σεντόνια μας..
Εκείνο με “τρώει”. Εκείνη η εμμονή με σκοτώνει. Το “τόσο κοντά” και “τόσο μακριά” συνάμα. Εκείνη η μαεστρία σου να βγάζεις άλλοτε από μέσα μου τον χειρότερο άνθρωπο κι άλλοτε το καλύτερο παιδί. Όποτε γούσταρες εσύ όμως..
Όποτε γούσταρες, έκανες εκείνη την βίαιη χαμογελαστή κατάληψη στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Σαν άβουλη μαριονέτα, παρακολουθούσα τον εαυτό μου και δεν μπορούσα να αντιδράσω, να κάνω μια ύστατη έστω εξέγερση. Αλήθεια δεν μπορούσα. Ποτέ δεν μπόρεσα..
Άλλαξα τις συνήθειες και τις προτεραιότητές μου για σένα. Δεν είχα προτεραιότητες. Όλα σε δεύτερη μοίρα. Όλα. Σφυροκοπούσαν την ύπαρξή μου οι ανασφάλειες. Ένιωθα ενοχές. Κυλούσαν οι ώρες μονότονα και ανιαρά και περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο ή να ακούσω ή να δω κάποιο σου σημάδι.
Είχες ριζώσει στη σκέψη μου. Και μαζί με όλα τ’άλλα με γυρόφερνε μια δειλία, ένας συμβιβασμός, μια συνθηκολόγηση που δεν μπορούσα να δικαιολογήσω. Εγώ φταίω. Εγώ είμαι ο υπαίτιος που το αρχικό “τσαλάκωμα” έγινε αυτοκαταστροφή.
Ποτέ δεν θα μάθω γιατί ο “συναισθηματικός μαζοχισμός” εξιτάρει τόσο πολύ εμάς τους ανθρώπους. Γιατί το να εγκλωβιστούμε στον μικρόκοσμο ενός ανθρώπου, μας αλλάζει εξολοκλήρου την κοσμοθεωρία μας; Γιατί επιζητούμε το “ανθυγιεινό” για να το βάλουμε στη ζωή μας;
Γιατί αποδεχόμαστε το ατελές και το επίπονο δίχως αντίρρηση; Γιατί διακινδυνεύουμε να χάσουμε τον εαυτό μας, μπροστά σε μια “πραγματικότητα” φτιαχτή, που μοιάζει με λαβύρινθο; Γιατί επιζητούμε όλοι το έντονο και το τέλειο, μη βλέποντας.. το τέλειο χάος πίσω από όλο αυτό;
Γιατί;
Γιατί..