Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Αυλαία και πάμε, στο ίδιο έργο θεατές σε μία παράσταση μόνο για μας, για μας που τα κάναμε όλα λάθος. Εξαρχής.
Θα μου πεις ποιο ήταν το λάθος και θα σου πω “εμείς”. Ποιοι εμείς δηλαδή, που αλλού ήσουν εσύ κι αλλού εγώ, εκτροχιασμένα τρένα που συγκρουστήκανε κάπου στο τέλος.
Κάναμε το ένα λάθος μετά το άλλο, τραβούσαμε το σχοινί δίχως να έχουμε αντιληφθεί πως μας τραβάει κι εκείνο, μας κόβει τα χέρια, τα ματώνει κι εμείς εκεί. Απεγνωσμένα να προσπαθούμε να έρθουμε κοντά, τραβώντας δύο άκρες αντίθετες, μακρινές. Μα πως θα ερχόμασταν κοντά έτσι μου λες;
Κι όμως, κάθε που άφηνα το σχοινί και έλεγα φτάνει, τέλος πια, γρήγορα τα χέρια μου τα ένιωθα άδεια.
Και γυρνούσα ξανά, να βρω τη θέση μου απέναντι σου σε τούτο το σχοινί που κρατιέται με δυο κλωστές πλέον από το πολύ τράβηγμα.
Και συνειδητοποιώ, πως είσαι από εκείνα τα λάθη που επαναλαμβάνονται, από εκείνους τους ανθρώπους που μαγνητίζουν και σε κρατάνε δέσμιο συναισθημάτων ανύπαρκτων.
Μα τι σημασία έχει όμως;
Στην τελική δεν ήμουν ποτέ δική σου, δεν ήσουν ποτέ δικός μου.
Και ο κύκλος δεν ανοίγει ποτέ, δεν τελειώνει πουθενά. Όχι από μόνος του τουλάχιστον.
Ίσως η απόσταση τελικά να μην είναι η πολυπόθητη λύση. Ίσως ο κύκλος για να ανοίξει να πρέπει να κοπεί.
Και βρίσκομαι πάλι με τα χέρια στο σχοινί.
Κι εσύ εκεί. Και εγώ στου κόσμου το παράδοξο, να ψάχνω μια διέξοδο να βρω.
Προς το παρόν, σε νιώθω πάλι να τραβάς και βάζω κόντρα. Το γνώριμο παιχνίδι μας ξανάρχισε.