Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Και είναι φορές που ονειρεύομαι, που με το μυαλό μου πλάθω εικόνες, παραμύθια. Δημιουργώ στιγμές. Στιγμές που είμαστε μαζί, μαζί, καλά και ευτυχισμένοι. Μα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μυθοπλασία. Ίσως φαντάζομαι όλα αυτά ,που έχει ανάγκη η καρδιά μου. Όλα όσα λαχταρά, μα δεν τα λέει πουθενά, γιατί φοβάται. Τι να πω; Πως ακόμα μου λείπεις;
Ένα κυριακάτικο πρωινό μαζί σου, αυτό θα ήθελα. Να έρθεις να με πάρεις . Το αυτοκίνητο θα έχει μια υπέροχη ζεστή μυρωδιά από τον καφέ που υπάρχει στις θήκες. Γλυκιά τζαζ μουσική θα μας συντροφεύει στο ταξίδι. Θα σου κρατώ το χέρι κι εσύ θα οδηγείς με το ένα. Ο ήλιος θα γλυκοφιλά το πρόσωπο σου και στα μάτια σου θα ζωγραφίζεται το πιο λαμπερό χαμόγελο. Ο αέρας από μισάνοιχτο παράθυρο θα κάνει τα μαλλιά μου να χορεύουν στον ρυθμό του τραγουδιού που σιγοψιθυρίζω. Τόσο σιγά σαν να μην θέλω να ξυπνήσω κάποιον. Να μην ξυπνήσω από το όνειρο αυτής της βόλτας. Γιατί θέλω αυτή η βόλτα να διαρκέσει. Πολύ, πάρα πολύ. Δεν θέλω να έχουμε προορισμό. Θέλω ο χρόνος να σταματήσει εκεί. Εκεί που θα σε αγγίζω, εκεί που θα είσαι στο πλάι μου και θα μου χαμογελάς, που θα σε ακούω να μου μιλάς. Εκεί που οι φόβοι μου δεν υπάρχουν, που θα τους έχεις πάρει μακριά. Εκεί που ο ήλιος ζεσταίνει την ψυχή μου. Εκεί. Εκεί θέλω να σταματήσει κάθε λεπτό να μετρά. Εκεί που δεν θα με νοιάζει το αύριο. Που δεν θα χρειάζεται να είμαι δυνατή, γιατί θα είσαι εσύ εκεί, να μου δίνεις δύναμη να συνεχίζω. Εκεί που ο έρωτας δεν πονάει. Εκεί που είναι εύκολος, γλυκός και λευκός, σαν ζαχαρωτό. Εκεί που θα μπορώ να λέω πως ακόμα σ’ αγαπώ, δίχως φόβο. Εκεί να σταματήσει ο χρόνος.
Μα στο δικό μας παραμύθι δεν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλυτέρα. Η βόλτα είχε προορισμό, ο χρόνος κύλησε, τελείωσε. Έναν προορισμό διαφορετικό για τον καθένα μας. Μακριά ο ένας από τον άλλο. Μακριά από το μαζί. Να μην μας χωρίζουν χιλιόμετρα μα έτη φωτός. Εδώ που κάνει κρύο, που ο ήλιος δεν ζεσταίνει το κορμί μου. Εδώ που ο ζεστός καφές δεν μυρίζει το ίδιο. Άλλωστε έτσι δεν είναι τα παραμύθια; Δεν έχουν όμορφο τέλος για όλους. Πάντοτε όλοι μας υπήρξαμε οι “κακοί” στο παραμύθι κάποιου. Στο δικό μας και οι δυο.