Γράφει η Αθηνά Απότση.
Η παύση της κοινωνικής ζωής, θα αποδείξει πόσο σάπιες είναι σχέσεις, πόσο άχρηστες είναι οι μαμάδες που όλο θέλουν να παρκάρουν τα παιδιά τους και πόσο ανίκανοι οι μπαμπάδες που δεν έχουν διάθεση να ασχοληθούν με τα παιδιά τους. Πόσο ανεύθυνοι είναι και “αν δεν τα θέλατε, να μην τα κάνατε. Δεν σας τα φόρτωσαν με το ζόρι!”
Και τα περισσότερα απ’αυτά, ακούγονται από στόματα γονέων. Που το έχουν δει δηλαδή το έργο. Όχι που απλά έχουν ακούσει από ξάδελφο ‘η γείτονα. Από γονείς που κανονικά έπρεπε να ξέρουν…
Τόνοι μελάνια χύνονται καθημερινά προσπαθώντας να δημιουργήσουν γονείς τέρατα. Γονείς με ενοχές και τύψεις. Τους παρουσιάζουν μέτριους, συχνά και κακούς γονείς που δεν δηλώνουν ευτυχισμένοι και τυχεροί που είναι κλεισμένοι όλη μέρα, έχοντας χάσει κάθε κοινωνική υπόσταση, έχοντας κάθε μέρα ανησυχία με τα μακάβρια νέα που φθάνουν στα αυτιά τους από τόσο γειτονικές χώρες, που δεν μπορούν από κοντά εύκολα πια να βλέπουν τους γονείς τους, που τα παιδιά τους έχασαν την κανονική ζωή τους.
Γιατί αυτό που ζούνε τα παιδιά μας τώρα, δεν είναι κανονική ζωή. Και αυτό που ζούνε οι γονείς τώρα, δεν είναι κανονική ζωή. Δεν είναι μια χαρούμενη Κυριακή που μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι. Αυτό που ζούνε οι γιαγιάδες και οι παππούδες δεν είναι κανονική ζωή. Για αυτό και δεν μπορούν να χαρούν τις στιγμές. Οι στιγμές στο σπίτι, δεν είναι κανονικές.
Οι γονείς δεν είναι απομακρυσμένοι από την οικογένεια τους. Αποσβολωμένοι είναι με την κατάσταση. Συμπάθα τους. Δώσε τους λίγο χρόνο να προσαρμοστούν. Δικαστές γίναμε όλοι.
Αποσβολωμένοι είναι και φοβούνται. Δεν είναι κακοί γονείς. Αποσβολωμένοι είναι πρώτα απ’όλα που τα παιδιά τους έχασαν την κανονικότητα τους. Και μετά για αυτούς. Σε δεύτερη μοίρα αυτοί.
Είναι αποσβολωμένοι γιατί έχουν καιρό να κάνουν μια ευχάριστη κουβέντα με φίλους, να κάνουν μια ανέμελη βόλτα, να κάνουν σχέδια για τον επόμενο μήνα. Για αυτό, όχι γιατί βαριούνται ή δεν αγαπούν όσο εσύ τα παιδιά τους.
Σήμερα ο Κωνσταντίνος, ο γιος μου, 7 χρόνων, με ρώτησε με υποψία λαχτάρας, πότε θα πάει σχολείο να δει τον φίλο του τον Νικόλα που κάνουν μαζί τα πιο κουλ πράγματα στο σχολείο (έτσι τα λέει τα κατορθώματα του εκεί, τα λέει κουλ και γελάω κάθε φορά).
Σου το ορκίζομαι.
Δεν σκέφτηκα στιγμή πως δεν με αγαπάει αρκετά. Ούτε πως δεν έχουμε καλή επικοινωνία επειδή κουράστηκε να ναι μόνο μαζί μου όλη μέρα, επειδή του έλειψε ο Νικόλας. Του απάντησα πως δεν ξέρω πότε θα ξαναδούμε ξέγνοιαστα τους φίλους μας και πότε θα ξανακάνουμε όλα αυτά τα κουλ που κάναν την ζωή μας πιο όμορφη να την ζεις και πως κι εμένα μου φέρνει μεγάλη θλίψη αυτό. Και πως έχει πολύ δίκιο που του λείπουν οι φίλοι του, όσο κι αν με αγαπάει. Και πως θα πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή ακόμη. Και ο Κωνσταντίνος χάρηκε που τον κατάλαβα. Χάρηκε που δεν άφησα υπονοούμενα που θα τον χαρακτήριζαν ως αχάριστο γιο που δεν εκτιμά τις μέρες που περνάμε στο σπίτι μας. Χάρηκε πολύ που κι εγώ ένιωθα το ίδιο.
Κι ήρθε, κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και μού’πε:
«Μαμά, εγώ δεν θέλω να δω άλλα παιδικά τώρα, βάλε εσύ αυτούς τους κύριους που μιλούν για τον παλιοϊό.»
(Ποτέ δεν με αφήνει να βλέπω ειδήσεις, η τηλεόραση κολλημένη στα παιδικά το απόγευμα, είναι ο μόνιμος καβγάς μας.)
Ο λόγος που μου το είπε την συγκεκριμένη στιγμή, είναι για να με κάνει να νιώσω ωραία. Να μην στεναχωριέμαι. Νομίζει πως χαίρομαι όταν βλέπω ειδήσεις..
Και εγώ πήρα μάθημα απ’τον Κωνσταντίνο.