Γράφει ο Γιώργος Χίτζιος.
Μετρώ τις ημέρες.
Δεκατρείς, δεκατέσσερις, δεκαπέντε, δεκαέξι..
Σκοτάδι βαθύ. Ο ήλιος, από νωρίς υποκλίνεται,
στου φεγγαριού την έλξη.
Ήρθε ο χειμώνας.
Μίκρυναν κι αυτές μαζί με την καρδιά.
Αργεί να ξημερώσει.
Θεριό ανήμερο γίνεται,
με τις βροχής τις στάλες, τα χιόνια, την παγωνιά.
Στο τσίρκο της ζωής, απών ο θηριοδαμαστής.
Ποιος τώρα να τη μερώσει;
Απέμεινε μόνη, δεμένη με χοντρή αλυσίδα να την κρατά,
στου κλουβιού τη γωνιά.
Τροφή της των τοίχων η σιωπή.
Τους μιλά και το δάκρυ της κυλά,
από των ματιών την πηγή.
Αυτοί, αυτοί ατάραχοι, ασυγκίνητοι,
στον πόνο της, μένουν βουβοί.