Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Και κάποτε είχες βάλει μια αγγελία, τότε σου λέω, που ήσουνα απελπισμένος και σε είχανε πνίξει οι λογαριασμοί, τα χρέη, οι υποχρεώσεις κι η μοναξιά, μα πέρασε πολύς καιρός, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε από τότε, κανένας δεν σε πήρε ένα τηλέφωνο, κανείς δεν νοιάστηκε, κι εσύ το είχες πια ξεχάσει…
“Ζητείται συγκάτοικος”, είχες γράψει.
Ώσπου μια μέρα, άξαφνα σου χτυπάει η πόρτα σου!
“Καλησπέρα, ήρθα για την αγγελία”, σου λέει μια φωνή γλυκιά, παιχνιδιάρα που σέρνει τα φωνήεντα στο τέλος και τσιριχτή, που σου είναι άγνωστη εντελώς, μα και τόσο γνώριμη συνάμα!
“Ποια αγγελία κοπελιά”, ρωτάς γιομάτος απορία.
“Εσύ δεν ζήτησες συγκάτοικο ρε φίλε, ε, για αυτήν την αγγελία σου μιλώ”.
“Α ναι”, ψελλίζεις “Καλέ που την θυμήθηκες”;
“Πέρασε μέσα, να, εδώ είναι το καθιστικό, ο ένας καναπές δικός μου κι η πολυθρόνα είναι για σένα, μα αν δεν βολεύεσαι καμιά φορά, ας κάθεσαι μαζί μου στον τριθέσιο. Κι η τηλεόραση είναι λιγάκι παλιά, μα την κάνει την δουλειά της, εγώ συνήθως βλέπω αισθηματικά, μα αν θες εσύ, μπορώ να δω και κάτι άλλο, δεν τα χαλάμε.
Από εδώ είναι η κουζίνα, ένα ψυγείο έχει, πάρε το πάνω ράφι εσύ για να μην σκύβεις και την μίση κατάψυξη, μα αν καμία μέρα έχεις ψώνια αρκετά, βάλε κι από κάτω, δεν με πειράζει.
Ετούτο εδώ είναι το μπάνιο, θα το ΄χουμε μαζί, θα προσπαθήσω να μην λερώνω την λεκάνη, μα αν την λερώσω, έχω χλωρίνη στο ντουλάπι χαμηλά, θα καθαρίζω.
Έχει και μια βεράντα το δυάρι, μη φανταστείς, μικρή, που βλέπει στον ακάλυπτο, όμως δεν έχω τραπεζάκι, δεν μου περίσσεψαν ποτέ να πάω να πάρω, συνήθως, όταν δεν κρέμομαι απ΄ το κάγκελο, κάθομαι κατάχαμα σε μια μαξιλάρα, και στα πλακάκια ακουμπάω τον καφέ και σβήνω τα τσιγάρα, μα τώρα που ήρθες, θα πάρω ένα τασάκι, σιγά το έξοδο.
Πάμε και στην κρεβατοκάμαρα, έχει ένα κρεβάτι μονάχα, μα είναι υπέρδιπλο ευτυχώς, κι ένα κομοδίνο, εσύ θα κοιμάσαι φυσικά από την μεριά του κομοδίνου για να ακουμπάς και το νερό σου, εγώ δεν το χρειάζομαι. Μα σου το λέω εξ αρχής, γιατί μου αρέσουνε οι καθαρές κουβέντες, κοιμάμαι λιγάκι ανήσυχα, αν καμιά νύχτα απλωθώ κι έρθω προς την μεριά σου, να με κλοτσήσεις, κι αμέσως θα συμμορφωθώ, κατά τα άλλα, δεν ροχαλίζω, εσύ;
Α, τι αφηρημένος που είμαι Θεέ μου, δεν σου είπα και το πιο σημαντικό, το νοίκι είναι χαμηλό, δεν θα έχουμε κοινόχρηστα, κι η θέρμανση είναι κεντρική, που πάει να πει, πως τον χειμώνα θα ΄χει κρύο, μα μη σε νοιάζει, έχω κουβέρτες αρκετές, που μου είχε αφήσει η μακαρίτισσα η μάνα μου από την προίκα της, και θα στις πλύνω…”
“Τι λες λοιπόν ρε κοπελιά;” Την ρώτησες γεμάτος αγωνία.
“Σβήσε την αγγελία, μην έρθει κανένας άλλος.
Βρήκες συγκάτοικο, κι εγώ βρήκα εσένα, τέτοια ευκαιρία το ξέρω ότι δεν θα ξανά βρω, οπού κι αν ψάξω”. Σου απάντησε εκείνη.
“Πω πω, καλά είμαι ντιπ για ντιπ χαζός, εμένα με λένε Γιώργο, εσένα πως σε λένε κοπελιά, σε πήρα αμπάριζα και δεν ρώτησα ούτε το όνομα σου;” Την ξανά ρώτησες και φάνηκε η ντροπή σου στο βλέμμα που χαμήλωσες.
“Συγκάτοικο πες με στην αρχή, κι εσύ για αυτό δεν έψαχνες; Και τα άλλα είμαι πλέον σίγουρη ότι στην πορεία θα τα βρούμε. Για αρχή λοιπόν, πες με συγκάτοικο εσύ κι εγώ θα σε λέω αλήθεια”!
Σου είπε εκείνη και σε ξάφνιασε ευχάριστα, που επιτέλους ήρθε ένας άνθρωπος κι άκουσε την αλήθεια σου και διάβασε την από καιρό μοναχική ψυχή σου. Που ήρθε ρε γαμώτο ένας άνθρωπος, και αυτά που όλοι οι άλλοι τα βλέπαν φτωχικά και λιγοστά, αυτός τα είδε για πολλά και για μεγάλα!
Και τελικά, παραδεχτείτε το, όλοι μας έναν “συγκάτοικο” δεν ψάχνουμε;
Αν είσαι μόνος σου λοιπόν, βάλε κι εσύ μια αγγελία κι ας την εκεί να βρίσκεται, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.