Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Στην ιστορία κάποιου, πάντα ο ένας είναι ο κακός. Στη δίκη μας ιστορία, αυτή που γράψανε οι πρόγονοι μας, δυστυχώς οι κακοί είναι πολλοί. Είναι εκεί έξω και τριγυρνάνε απροκάλυπτα σφυρίζοντας ανέμελα στην ακροθαλασσιά ρίχνοντας που και που καμία κλέφτη μάτια μήπως τους κοιτάζει κανείς καχύποπτα.
Είναι αυτοί που βάζουν τις φωτιές καίγοντας δάση, σπίτια και παρουσίες μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Αυτοί που καίνε όνειρα και κόπους μιας ζωής. Αυτοί οι τάχα μου καβαλάρηδες μιας μηχανής που τρέχει με 200. Οι άψογοι οδηγοί που αντί να πάρουν την ευθύνη και να βγουν μπροστά ρίχνουν το φταίξιμο στη κλιματική αλλαγή, στα σπίτια που χτίστηκαν παράνομα στις δασικές περιοχές και στον άνεμο που φυσούσε λυσσασμένος.
Είναι εκείνοι οι δήθεν φίλαθλοι μιας ομάδας που σκοτώνουν εν ψυχρώ ένα παιδί που είχε διαφορετικές οπαδικές προτιμήσεις από αυτούς χωρίς να τον αφήσουν καν να υποστηρίξει αυτό που ήθελε να πει. Χωρίς να πάρει μια ανάσα πριν πριν πει τη τελευταία του λέξη.
Είναι οι άντρες οι πολλοί, που σκοτώνουν ένας ένας τις γυναίκες που έλεγαν πως αγαπούσαν. Εκείνοι οι τολμηροί που αντί να μπουν μπροστά για να τις σώσουν , κάρφωσαν οι ίδιοι το μαχαίρι στο λαιμό.
Είναι αυτές οι «μάνες» που σκοτώνουν τα παιδιά τους ενώ άλλες προσπαθούν να τα φέρουν στο κόσμο.
Είναι εκείνες οι γυναίκες που μισούν η μια την άλλη και ρίχνουν πάνω τους βιτριόλι αφήνοντας στο σώμα τους σημάδια που θα θυμούνται για μια ζωή.
Είναι αυτή η πατρίδα που δε της έμεινε τίποτα τελικά. Που καταστρέφονται τα πάντα. Που οι στιγμές αλλάζουν από τη μια στην άλλη. Που μιλώντας για φιλότιμο, μπέσα και ανθρωπιά γελάει κάθε πικραμένος.
Σχεδόν έχουμε αποτύχει. Σχεδόν δε καταφέραμε να σώσουμε τίποτα. Ανάμεσα όμως στην αρχή και το τέλος υπάρχει μια μικρή ελπίδα να πετάξουμε ξανά.