Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Δέκα χρόνια μετά, και εσύ ακόμα εκεί, να παρακολουθείς τη ζωή μου στα κρυφά. Παρασκηνιακά, απρόσωπα, χωρίς να αφήνεις τα ίχνη σου πουθενά ή σχεδόν πουθενά. Αθόρυβα και κάπως τυπικά, μη τυχόν και γίνει η στραβή και σε ανακαλύψω. Άραγε οι έρωτες που γεννήθηκαν τυχαία και έζησαν ωραία, τελειώνουν ποτέ ή εμφανίζονται και πάλι στο προσκήνιο, όταν είναι έτοιμοι να το ζήσουν από την αρχή;
Δεν ήσουν ίδιος παρόλα αυτά. Έδειχνες διαφορετικός και άκεφος σα να σου κλέψαν τη ζωή, σα να φοβόσουν την επιστροφή σου, σα να ήξερες πως ότι τελειώνει είναι για καλό και η επανεμφάνισή σου θα ήταν ένα ακόμη σημάδι του καιρού που θα έδειχνε το λάθος βήμα.
Δε σου είπαν όμως, ότι εγώ σε περίμενα να φανείς. Δεν έμαθες ότι πέθαινα για σένα. Ότι ούρλιαζα τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος και φώναζα το όνομά σου δυνατά. Ότι δεν έκανα βήμα παρακάτω μη τυχόν πληγώσω πάλι κάποιον άθελά μου. Που ότι έκανα στο έγραφα και ότι σκεφτόμουν στο ψιθύριζα σιγά σα να στεκόσουν δίπλα μου.
Δεν έχει ουσία η επιστροφή σου λοιπόν. Οι ζωές μας κυλούσαν πάντα σα να συνδέονταν με ένα τρόπο μαγικό, σαν να φορτιζόταν από ένα μακρύ καλώδιο που αν κόβαμε το ρεύμα θα γινόμασταν μπουρλότο. Δεν έχει ημερομηνία λήξης η αγάπη η δική μας. Κόλαση και παράδεισος μαζί. Φως και σκοτάδι. Γη και ουρανός. Γέλιο και δάκρυ σε παράλληλες ζωές.
Η σχέση η δικιά μας δοκιμάστηκε από παντού. Άφησε χώρο, χρόνο και σε άλλους να τη δοκιμάσουν αλλά δεν ευδοκίμησε καμία. Παλέψαμε με τους εαυτούς μας και δώσαμε μάχη δανεική, σαν κλέφτες σε κοινή ζωή, σαν έρμαια της καθημερινής ρουτίνας που ζητιάνευαν λίγα ψίχουλα αγάπης από εδώ και από κει.
Πόσο μου έλειψες, αλήθεια. Αλλά η αναμονή της επιστροφής σου με τσάκισε συθέμελα και τώρα πρέπει να διαλέξω. Πρέπει να παλέψω ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Ανάμεσα στα θέλω και τα μπορώ, στα πρέπει και τα μη. Να αφουγκραστώ τη ψυχή μου και να ορίσω το τέλος. Ένα τέλος που δε θα χει επιστροφή.
Join the discussion