Γράφει η Αργυρώ Αμπατζίδου.
Μπλε ποδιά καλοσιδερωμένη, άσπρο γιακαδάκι από λευκή δαντέλα, πλεγμένη στο βελονάκι, δώρο από τη γιαγιά. Πρώτη Δημοτικού, πρώτη μέρα στο σχολείο, εκεί γύρω στην αλησμόνητη δεκαετία του ’80. Ένα χαριτωμένο, αδύνατο πολύ, μελαχρινό κοριτσάκι με κοτσίδια στα μαλλιά, δεν θέλει να πάει στο σχολείο, γιατί ντρέπεται πολύ, αφού δεν θα γνωρίζει κανένα παιδί, φοβάται το καινούργιο περιβάλλον, τους δασκάλους, το αχανές κτίριο με τις μεγάλες αίθουσες.
Φτάνοντας στο προαύλιο, δεν θέλει να αφήσει το χέρι της μαμάς που τη φιλάει στο μάγουλο και την σπρώχνει απαλά στην πλάτη για να προχωρήσει και να ενωθεί με τα υπόλοιπα πρωτάκια. Εξάλλου δεν μπορεί να κάνει αλλιώς η μικρή, το κουδούνι έχει αντηχήσει και πρέπει να ακολουθήσει την κυρία Αλίκη, την αγέρωχη δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, που δεν θα την ξεχάσει ποτέ, ακόμη και μέχρι σήμερα. Φιγούρα επιβλητική, αλλά ταυτόχρονα προσιτή και ανθρώπινη· αυστηρή, αλλά και τόσο ευαίσθητη με όλα τα παιδιά.
Μπαίνοντας στην τάξη, τα παιδιά πρέπει να κάτσουν στα θρανία. Κάποια γνωρίστηκαν ήδη από την προσευχή και θέλουν να είναι μαζί, άλλα πάλι σαν χαμένα σπουργιτάκια, στέκουν αμήχανα και δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν στο ψάξιμο της θέσης. Η αίθουσα μυρίζει κιμωλία και από τα μεγάλα παράθυρα του 1ου Δημοτικού Σχολείου Ελευθέριος Βενιζέλος, ακούγονται τα πουλιά που ακόμα τιτιβίζουν στον φθινοπωρινό ουρανό· φοβισμένα όμως που τα σύννεφα ολοένα και πυκνώνουν και θα πρέπει μάλλον σε λίγο κάπου να κρυφτούν σε μια επερχόμενη μπόρα..
Έτσι κι εκείνη η μικρή μελαχρινή τρελοκοτσιδού, φοβισμένη δεν ξέρει που να κρυφτεί και που να κάτσει. Η κυρία Αλίκη την βάζει δίπλα σε ένα άλλο μελαχρινό αγόρι και αυτό με μπλε ποδιά, το ίδιο, ίσως και περισσότερο ντροπαλό, με κάτι χαρακτηριστικά τεράστια μαύρα μάτια που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί.
Η μικρή χαριτωμένη ντρεπόταν πολύ να τον κοιτάξει και ολοένα έριχνε κλεφτές ματιές όταν αυτός δεν κοιτούσε.. Μα πως δεν τον είχε προσέξει στην προσευχή;
«Εσείς οι δυο, είστε το ίδιο συνεσταλμένοι και ντροπαλοί. Θα μάθετε να μιλάτε και να βοηθάτε ο ένας τον άλλο, θα γίνετε οι καλύτεροι φίλοι», τους είπε η ξανθιά δασκάλα.
Η αλήθεια είναι πως άργησαν πολύ να μιλήσουν ο ένας στον άλλο.
Εκείνος φοβερό μαθηματικό μυαλό, πολύ έξυπνος, με άσχημο γραφικό χαρακτήρα που μόνο εκείνος καταλάβαινε τι έγραφε..
Εκείνη ρομαντική -ακόμα παραμένει- της άρεσε να γράφει ιστορίες με πολύ όμορφο και στρωτό καλλιγραφικό χαρακτήρα, να κρατάει ημερολόγια, να ζωγραφίζει..
Τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι. Σε όλο το Δημοτικό μαζί, σε όλο το Γυμνάσιο και το Λύκειο το ίδιο.
Φίλοι, κολλητοί, όλα τα χρόνια. Αποφάσισαν να δώσουν πανελλήνιες, στην ίδια Δέσμη -τότε υπήρχαν οι Δέσμες- και το όνειρό τους ήταν να γίνουν γιατροί, και οι δυο. Έδωσαν δυο χρονιές. Δεν τα κατάφεραν όμως.. Εκείνος αποφάσισε να πάει στην Ιταλία και να κάνει εκεί τις σπουδές του στην Ιατρική. Εκείνη έπιασε δουλειά σαν γραφίστρια. Στα 21 της παντρεύτηκε και έκτοτε οι δρόμοι τους κάπως χάθηκαν. Πάντα όμως ο ένας μάθαινε για τον άλλο.
Πέρασαν κάπου επτά.. οκτώ χρόνια. Τον είχε στο μυαλό της. Στον γάμο της αδελφής του, τον συνάντησε ξανά.. Είχε μάθει πως επέστρεψε από την Ιταλία για πάντα.. Αντίκρυσε τα ίδια πανέμορφα μαύρα μάτια με τις τεράστιες βλεφαρίδες, όμως κάτι είχε αλλάξει επάνω του.
Γυρίζοντας στο σπίτι, μετά τον γάμο, εκείνο το ίδιο βράδυ, εκμυστηρεύτηκε στον σύζυγό της, ότι είχε την αίσθηση πως ο αγαπημένος, παιδικός φίλος της, δεν ήταν καλά. Εμαθε στην πορεία πως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, γιατί μια δύσκολη αρρώστια του είχε χτυπήσει την πόρτα.
Εκείνη από τότε, τον αγάπησε ακόμα πιο πολύ. Εκείνος πιο ντροπαλός και ακόμη πιο κλειστός, λόγω των καταστάσεων, δύσκολα την άφησε να τον πλησιάσει. Όμως εκείνη επέμεινε.. Πως θα μπορούσε εξάλλου να μην το κάνει, αφού αυτός ήταν εκείνο το μικρό μελαχρινό αγόρι που πάντα θαύμαζε για το κοφτερό μυαλό του, το μοναδικό χιούμορ του, την καλοσύνη του, τη δύναμη του χαρακτήρα του απέναντι στις όποιες δυσκολίες όλα τα χρόνια. Και θα είναι πάντα εκεί.. του το έχει υποσχεθεί, όποτε κι αν της το ζητήσει, ακόμη κι αν η υπερηφάνεια του δεν τον αφήνει να της ζητήσει το οτιδήποτε..
Η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Αφιερώνεται στις πραγματικές φιλίες και σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν συναντιόνται τυχαία σε αυτή τη ζωή. Αφιερώνεται όμως και στους δυνατούς, σε αυτούς που δεν το βάζουν κάτω, που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη, που παλεύουν κάθε μέρα με τις όποιες αντιξοότητες.
Ματάκια μου, ένα θέλω να ξέρεις. Κι ας βρίσκεις δικαιολογίες για να μην έρχομαι συχνά να σε δω (χαχαχα!).. μου φτάνει που σου μιλάω τις περισσότερες φορές στο τηλέφωνο και ξέρω με διαφόρους τρόπους πως είσαι καλά. Μου φτάνει που είσαι κομμάτι της ζωής μου και είμαι πολύ υπερήφανη για εσένα γιατί ξέρω πως ακόμα κι αν η ζωή δεν ήταν δίκαιη μαζί σου, έτσι τουλάχιστον όπως θα ήθελες, έχεις βγει νικητής, γιατί κάθε μέρα που περνά μπορείς και την αντιμετωπίζεις με ένα τεράστιο χαμόγελο, όπως εκείνα τα τεράστια μαύρα μάτια σου, που η τρελοκοτσιδού, διπλανή σου στην Πρώτη Δημοτικού δεν θα ξεχάσει ποτέ..
Join the discussion