Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα.
Όχι δε σταμάτησα, ποτέ. Δε γύρισα πίσω μου ούτε να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δε θέλησα να ρίξω πέτρες σε κάθε λύκο που έβρισκα στο δρόμο μου, γιατί προτιμούσα να συνεχίσω τη πορεία μου και ας έπεφτα στην επόμενη στροφή.
Έθαβα μέσα μου κάθε φορά ό,τι πλήγωνε. Ό,τι με κρατούσε μακριά απ’όλα αυτά που αγαπούσα. Ό,τι με έκανε να βλέπω σκοτάδι εκεί που υπήρχε φως. Εκεί που υπήρχαν σύννεφα και από πίσω κρυβόταν ένας ήλιος λαμπερός!
Έβαζα πάντα το πιο λαμπερό μου χαμόγελο, ακόμα και αν όλα μέσα μου φώναζαν θάνατο. Περπατούσα με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να κοιτάω κάτω στιγμή, γιατί όσο χαμήλωνα το βλέμμα μου, συναντούσα τόσες χιλιάδες πέτρες που μου έκλειναν το δρόμο σιωπηλά.
Φόραγα έτσι, το καπελάκι μου στραβά και προχωρούσα, χωρίς να με ενοχλεί ο περίγελος. Εξάλλου, αυτός, πάντα κάτι έχει να πει.
Μέσα σε ένα καλογυαλισμένο σεντούκι, έκρυβα όλα αυτά που με έπνιγαν, που με τυφλώναν και, όλα εκείνα τα αθώα, τα όμορφα, τα ξέγνοιαστα από την παιδική μου ηλικία, για να μου θυμίζουν ότι το καλό, κάπου υπάρχει πάντα και ας είναι κλειδαμπαρωμένο.
Όχι, τίποτα δε τελειώνει, δεν εκβιάζεται, δε θάβεται, απλά ο χρόνος προχωρά, αλλάζει, προσαρμόζεται και τρέχει.
Ποτέ δε ξεπέρασα καταστάσεις, αλήθεια, απλά έμαθα να ζω με αυτές. Να τις πνίγω στο λυγμό μου και να τις επουλώνω κάθε φορά από λίγο.
Μη σας ξεγελά η όψη μου λοιπόν. Όλοι μέσα μας κρύβουμε και από κάτι.
Μέσα στη θλίψη, τη μιζέρια, την κακοκεφιά, τη μετριότητα της ανθρωπότητας που μας κατακεραυνώνει από παντού, ας βρούμε μια παρηγοριά στα ανείπωτα και ας αφήσουμε τη ψυχή μας να ελπίζει πως κάποιοι γενναίοι ακροβάτες ίσως καταφέρουν να ισορροπήσουν τη ζωή χωρίς σκοινί, αγωνιζόμενοι να εξουδετερώσουν τη σιωπή που ουρλιάζει.