Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Και έτσι με το πέρασμα του χρόνου, είχαν αναλωθεί σε πολλές διαφορετικές αγκαλιές. Όμως καμία δεν ήταν όπως η δικιά τους, καμία δεν κούμπωνε τόσο τέλεια, καμία δεν μύριζε τόσο τέλεια, καμία δεν μιλούσε τόσο τέλεια όπως η δικιά τους.
Το λάθος τις;
Έφυγε γιατί πίστευε πως θα ήταν καλύτερα για αυτήν αλλά και για αυτόν. Πίστευε πως το να επιλέξει να φύγει την έκανε δυνατή. ‘Οχι, δυνατός δεν είναι αυτός που επιλέγει να φύγει, δυνατός είναι αυτός που μένει, μένει και περιμένει. Ναι, τις άξιζαν τα καλύτερα, ναι, του άξιζαν τα καλύτερα, συμβιβάστηκαν όμως με λιγότερα. Δεν την ήξερε κανένας όπως αυτός ο ένας, δεν μπορούσε να τις δώσει κανένας την ζωή που ονειρευόταν όταν ήταν μαζί του.
Ο απολογισμός;
Έζησαν μια συμβατική ζωή.
Αυτός; Δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να πει την λέξη, “σ´αγαπώ ψυχή μου”, γιατί πολύ απλά δεν μπόρεσε καμία άλλη να την αγγίξει με τον τρόπο που την άγγιξε αυτή, και έτσι έθαψαν και οι δυο ζωντανά τα συναισθήματα τους. Έθαψαν έναν έρωτα ζωντανό γεμάτο όνειρα και αγάπη παραμυθένια.
Τα δάκρυα και τα χαμόγελα τους, έγραφαν τα ονόματα τους μέχρι που έκλεισαν και οι δυο μακριά ο ένας από τον άλλον τα μάτια τους για τελευταία φορά.
Είχε δίκιο σε ένα και μόνο πράγμα.
Δεν θα ήταν ποτέ ξανά μαζί, ούτε σε αυτόν, ούτε στον άλλον αλλά και σε κανέναν παράλληλο κόσμο ξανά μαζί.
Και έζησαν αυτοί καλά, και εμείς καλά.
Γιατί τα καλύτερα είναι για αυτούς που πιστεύουν και τολμάνε, γιατί τα καλύτερα ψυχή μου τα θάψαμε ζωντανά, και εγώ αλλά και εσύ.