Τα κλεμμένα “σ’αγαπώ”, τι να τα κάνεις αλήθεια;
Γράφει η Αριάδνη.
Περίεργες εποχές, ανήσυχες μέρες και η μουσική σταθερή συντροφιά και παρηγοριά αν θέλεις. Να γεμίζουν οι νότες τον χώρο και το μυαλό σου για να μην αφήνουν περιθώριο στις άσχημες σκέψεις των ημερών να τρυπώνουν σ’αυτό.
«Αν σ’αγαπούν, να μάθουν να το λένε κι αν δεν στο πουν, να μάθεις να το κλέβεις» σε προτρέπει η Μποφίλιου κι εσύ, όσο κι αν την εκτιμάς, θα διαφωνήσεις μαζί της.
Κλεμμένα “σ’αγαπώ”, τι να τα κάνεις αλήθεια; Πού να τα κρύψεις για να μην τα βρουν και σου τα πάρουν πάλι πίσω;
Εδώ έχεις δει συνειδητοποιημένα και ξεκάθαρα “σ’αγαπώ” να θολώνουν με το πέρασμα του χρόνου και να τα καταπίνει η ρουτίνα.
Έχεις δει αδιαπραγμάτευτα και πολλά υποσχόμενα “σ’αγαπώ” με βούλες και υπογραφές να εφησυχάζουν και να κοιμούνται, παραπλανημένα από τη σιγουριά του δεδομένου.
Πόσο αληθινό μπορεί να είναι άραγε ένα “σ’αγαπώ” που πρέπει να προσπαθήσεις να το κλέψεις; Που αντέχει να μένει ανείπωτο και θα πρέπει να κάνεις εσύ μια πονηριά για να το αποκτήσεις.
Και συνήθως αυτή η πονηριά είναι το να κάνεις τον αδιάφορο, τον άνετο, για να κεντρίσεις το ενδιαφέρον, τη ζήλια ή το φόβο του άλλου ότι μπορεί να σε χάσει.
Κι ένας Θεός ξέρει πόσο κουράζεσαι και μόνο που τ’ακούς όλα αυτά τα τερτίπια, όχι να προσπαθήσεις να τα κάνεις κιόλας. Γιατί στα μάτια σου, ανέκαθεν φαινόταν πολύ ψυχοφθόρα μια τέτοια συμπεριφορά. Γιατί εσύ πιστεύεις πως όλη η μαγεία είναι στο να σου χαρίζεται το “σ’αγαπώ οικειοθελώς, χωρίς να χρειάζεται να σκηνοθετήσεις εσύ το όποιο θεατράκι.
Γιατί το “σ’αγαπώ”, αν πρέπει να το παρακαλέσεις, να το κυνηγήσεις, να το εκβιάσεις, να το κλέψεις με τον οποιονδήποτε τρόπο τέλος πάντων, τότε χάνει παντελώς την αξία του, εκμηδενίζεται.