Γράφει η Ρούλα Παγιαλάκη
Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που στάθηκες μπροστά μου ότι μπορούσα να στα δώσω όλα.
Από τον τρόπο που με κοίταξες στα μάτια, από την χειραψία, ότι όλα θα άρχιζαν από εκείνη την στιγμή.
Μου φάνηκαν όλα τόσο γνώριμα πάνω σου, σαν να σε ήξερα από χρόνια.
Η χροιά της φωνής σου, το πώς έκοβες την ανάσα σου, τον τρόπο που πρόφερες τις λέξεις, η στάση του σώματός σου, όλα τόσο οικεία.
Το ήξερα, θα μπλέξουμε οι δύο μας.
Το κατάλαβες και εσύ από τις πρώτες συνομιλίες μας.
Δεν έκανε πίσω, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.
Λες και μας καλούσε η φωτιά που έστεκε μπροστά μας και θέλαμε με μανία να παραδοθούμε και οι δύο σ’ αυτήν.
Και ας υπήρχαν του κόσμου οι δυσκολίες, στις συναντήσεις, στις επαφές ,στις καταστάσεις που βιώναμε ο καθένας προσωπικά.
Και ας μας χώριζε πάνω από μιάμιση δεκαετία ηλικιακά και πολλά χιλιόμετρα πρακτικά.
Είμαστε από τον ίδιο κόσμο πλασμένοι, από το ίδιο υλικό, την ίδια στόφα.
Ίσως και αυτό να ήταν που μας εξίταρε πιο πολύ.
Ίσως , το ότι ήταν όλα δύσκολα, ήταν που το έκανε πιο δυνατό και αμοιβαίο.
Δύο μυαλά που ερωτοτροπουσαν τρελά και δύο κορμιά που πέθαιναν, για να αναστηθούν από την αρχή.
Έψαχνα πάντα αυτό τον έναν λόγο, που θα με έκανε να σου τα δώσω όλα.
Στο είπα ανοικτά.
Δεν ξέρω τί ήταν αυτό που σε φόβισε, ή τί ήταν αυτό που σε κράτησε πίσω.
Έφυγα ένα μεσημέρι από την ζωή σου, αφού πρώτα σε αποχαιρέτησα.
Δεν το πίστεψες, νόμιζες λόγια του αέρα.
Αρκετό καιρό μετά, κατάλαβες ότι το εννοούσα.
Σου είπα κάποτε, “δώσε μου ένα λόγο να στα δώσω όλα”!
Δεν μου τον έδωσες.
Τα πήρα όλα πίσω.
Και πρώτα εμένα!
Αφιερωμένο..