Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Εξαφανίστηκες πάλι.
Ναι, ξέρω, ήρθε το κυρίως πρόσωπο.
Εκείνου δεν θέλεις να του δίνεις δικαιώματα, οπότε μπαίνω εγώ στη σίγαση χωρίς προειδοποίηση ώσπου να βρεθεί η κατάλληλη δικαιολογία να κουμπώσει μετά τα “χίλια συγγνώμη” σου.
Εξαφανίστηκες όπως πάντα· όπως με έχεις μάθει να ανέχομαι. Να δέχομαι ως αλήθεια τη δικαιολογία για να μην μου δώσω πάτημα να σε χαρακτηρίσω ψεύτρα. Για να μην μου διαγράψω την εμπιστοσύνη που σου έχω και, αν κάποια στιγμή γινόμασταν ζευγάρι, να μην έχω δεύτερες σκέψεις… (η ελπίδα πεθαίνει τελευταία άλλωστε).
Πώς να μην είχα όμως; Πώς;…
“Ξεκάθαρη” λες και όλα εντάξει. Κι ας ξέρεις πόσο σε θέλω, πόσο κοπιάζω να σε συναντήσω ενώ ξέρω πως είσαι αλλού.
Πόσο πονάω με αυτό…
Ξεκάθαρη λες, επειδή μου έχεις πει πως είσαι με κάποιον και θαρρείς πως εκεί λήγει και το θέμα· στο “πες”, όχι στο “κάνε”.
Κι εγώ ξεκάθαρος ήμουν κορίτσι μου όμως.
Σου είχα πει πως δεν μπορώ, ούτε και θα μπορέσω να σε δω ποτέ φιλικά… πως είναι ένα κακόγουστο αστείο το διαλογάκι:
-Σε γουστάρω.
-Είμαι αλλού, ας μείνουμε φίλοι.
-Οκ, ας μείνουμε φίλοι!…
Αλλά δεν έφυγες, δεν έκοψες επαφή… κι όσο μου έδινες χώρο να πλησιάσω, τόσο εγώ πλησίαζα.
Γιατί όσο αφήνεις έναν άνθρωπο, που ξεκάθαρα δεν σε βλέπει φιλικά, να πλησιάζει, τόσο του δίνεις ελπίδα πως κάτι θ ’αλλάξει μεταξύ σας.
Κι επίσης, όσο αφήνεις τον όποιον άνθρωπο να σε πλησιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, σημαίνει πως το “είμαι αλλού” σου δεν έχει και πολλή βαρύτητα. (Θέλω να πιστεύω, ακόμη και τώρα, πως δεν έχει βαρύτητα μόνο στην συγκεκριμένη περίπτωση και όχι γενικά)
Σημαίνει πως η σχέση σου μπάζει.
Αυταπόδεικτα, αν δεν υπήρχε χώρος να… χωθώ στη μέση (κατά μία έννοια), δεν θα μπορούσα κιόλας.
Και πες πως “μέναμε φίλοι”, τι είδους φιλία είχες κατά νου ακριβώς;
Φίλοι μέχρι να μου δοθεί το ελεύθερο ή ευκαιρία να προσπαθήσω;
Φίλοι αλλά να καταριέμαι τον άλλο -τον όποιον άλλο- να φύγει;
Φίλοι θα ήμασταν αν σε κοιτούσα με λάγνο βλέμμα ή με εκείνο το “Δεν υπάρχει τίποτα άλλο γύρω σου” του ερωτευμένου;
Αυτό δεν είναι φιλία κορίτσι μου.
Και δεν ήθελα να το πιστέψω… μου το σέρβιρα πιο εύηχα, πιο ευκολοχώνευτα… αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό είναι καβάτζα. Από τις χειρότερες κιόλας. Γιατί δεν ήταν ποτέ μια λάγνα σκέψη της μιας στιγμής, ένα κρεβάτι, μια ξεπέτα που ήθελα μαζί σου και το ξέρεις.
Ήθελα εσένα. Με κάθε έννοια. Και το υποβάθμισες.
Μείωσες την αξία του να φτάσει ίσο με μια καύλα κι ένα πήδημα και το άφησες στην άκρη να υπάρχει… γιατί άλλοι αφήνουν καβάτζα ξεπέτες αλλά εσύ… εσύ αφήνεις καβάτζα ανθρώπους με συναισθήματα για εσένα.
Σ’ένα ράφι, εκεί, να σε περιμένει. Να ξέρεις πως όταν βυθιστεί εν κατακλείδι η βαρκούλα σας που λες σχέση, θα περιμένει το καβατζάκι σου εκπαιδευμένο κι έτοιμο να σου γεμίσει τον ψυχικό σου κόσμο. Να σε λούσει με συναίσθημα. Έτσι, για να μην ψάχνεσαι εσύ τελευταία στιγμή να βρεις κάτι αξιόλογο…
Τη φθορά που προκαλείς στη καβάτζα σου ξέχασες να υπολογίσεις όμως.
Κι αμφιβάλλω αν είσαι σε θέση να διαχειριστείς τις πληγές που ανοίγεις· εκ πείρας μαζί σου, όχι επειδή έτσι μου ήρθε…
Πώς θα μπορούσες να αναπληρώσεις τη χαμένη εμπιστοσύνη; Πώς θα μπορούσες να με πείσεις πως μου λες αλήθεια όταν σε έχω ακούσει με τα ίδια μου τ’αυτιά να λες ψέματα στον άλλο με άνεση και σε έχω καταλάβει (κι ας έκανα τον μαλάκα σχεδόν όλες τις φορές) να λες ψέματα και σ’εμένα;
Πολλή δουλειά να καλύψεις τα κενά, μικρή μου. Πάρα πολλή.
Την πρώτη φορά που χάθηκες, κάτι συνέβη αναπάντεχο.
Τη δεύτερη κάτι σου έτυχε απροσδόκητο.
Την τρίτη κάπου εφιερώθηκες γιατί έτυχε σε άλλον κάτι αδιανόητο.
Την τέταρτη… τι σημασία έχει;
Ούτε μία ρε παιδί μου δεν ήταν εκείνος τριγύρω; Ούτε όταν έβγαινες; Μια αναφορά έστω στο όνομά του… Απορώ αν, πέρα από Χριστούγεννα και καλοκαίρι, βρισκόσασταν και καμιά άλλη φορά…
Για “ξεκάθαρη”, πολύ “νεφελώδεις” οι εξηγήσεις σου. Μόνο στα οφθαλμοφανή, σε εκείνα που αδιαμφισβήτητα γνώριζα ήσουν ευθεία κι απ’αυτά, έχω μόνο ένα παράδειγμα να κρίνω.
Ε… εντάξει. Την πέμπτη φορά που εξαφανίστηκες, κάτι έτυχε σ’εμένα.
Μου έτυχε “κοινή λογική” και έλεγε «Σταμάτα να καταπίνεις με το ζόρι αυτά που δεν μπορείς να χωνέψεις πια»… και σταμάτησα.
Γιατί στους φίλους του, δεν κρύβει κανείς την παρουσία της σχέσης του. Δεν έχει σημασία εκεί.
Την κρύβει όμως στην καβάτζα. Για να μην ξενερώσει. Να μην πληγωθεί ανεπανόρθωτα.
Να μην πεθάνει η ελπίδα του για εσάς και να συνεχίσει να σε θέλει, να σε περιμένει, να σε λαχταρά.
Δεν έκανες και πολύ καλή δουλειά…
Γιατί κανείς δεν θέλει να είναι δεύτερη επιλογή κανενός.
Γιατί όταν είναι κανείς δεύτερη επιλογή κάποιου συνειδητά, μειώνει την αξία της ίδιας του της ύπαρξης όταν ανέχεται να ψυχορραγεί στη σκιά της πρώτης επιλογής.
Κι όταν η καβάτζα που δεν θέλει να είναι καβάτζα, συνειδητοποιήσει πως είναι καβάτζα… σταματάει να είναι καβάτζα.
Οπότε και πληγώθηκα και ξενέρωσα και την ελπίδα μου θάψαμε και ζωή σε λόγου μας, να ζήσουμε να τη θυμόμαστε.
Δεν έκανες καθόλου καλή δουλειά.