Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Μια φορά κι αυτόν εδώ τον καιρό λοιπόν, όπως έκανε κάθε σούρουπο, έτσι και σήμερα, φόρεσε την φόρμα του, τα αθλητικά του παπούτσια και βγήκε για τρέξιμο.
Μα δυο τετράγωνα πιο κάτω, μια εικόνα τον “ανάγκασε” να σταματήσει.
Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας είδε κάτι πολύ όμορφο, μα και πολύ θλιμμένο συνάμα.
Ήταν ένα κορίτσι, που καθισμένο στα σκαλιά είχε σκύψει το κεφάλι της κι οι ώμοι της τραντάζονταν από τα αναφιλητά.
Πήγε και κάθισε δίπλα της…
Με λένε Γιώργο της είπε και δεν θα φύγω από εδώ αν δεν σε δω να χαμογελάς.
Εκείνη σάστισε, μα δεν του απάντησε, μονό κύλησε από τα μάτια της ένα ακόμη δάκρυ.
Άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπο της και με τον αντίχειρα του της το σκούπισε.
Λοιπόν, τι έχεις; Την ρώτησε.
Τίποτα δεν έχω, μ΄ ακούς; Δεν έχω απολυτός τίποτα! Του απάντησε με έντονη φωνή, σχεδόν θυμωμένη.
Λάθος κάνεις, τώρα έχεις έμενα. Της είπε.
Νατάσα με λένε και θέλω να με αφήσεις να θρηνήσω έναν χωρισμό, μπορείς να με αφήσεις ρε γαμώτο; Του ξανά φώναξε η Νατάσα.
Όχι, δεν μπορώ, στο είπα πριν, θα φύγω από εδώ μόνο όταν σε δω να χαμογελάς, της είπε ο Γιώργος και την έπιασε από το χέρι.
Σήκω κι ακολούθησε με, της ψιθύρισε με ήρεμη φωνή, που την έλεγες και γαλήνια.
Σε ένα λεπτό είχαν ανέβει τα σκαλιά της πολυκατοικίας και βρισκόταν στην ταράτσα της, καθισμένοι σε μια γωνιά που από εκεί φαινόταν όλη η πόλη!
Τι βλέπεις Νατάσα; Την ρώτησε, συνεχίζοντας να της κρατάει το χέρι.
Σπίτια. Του απάντησε, έτσι μονολεκτικά κι απότομα…
Ακριβώς! Σπίτια, φώτα, ζωή κι ανθρώπους.
Και πάρα πολλοί από όλους αυτούς εκεί κάτω είναι στην ίδια θέση με την δική σου, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, θρηνούνε κάτι που έχουν χάσει, έναν χωρισμό ίσως.
Κι αυτό δεν τους αφήνει να δούνε το όμορφο που είναι δίπλα τους, τους εμποδίζει να δουν το φως και την ζωή που παντού υπάρχει γύρω τους.
Πες μου, δεν είναι ανόητο κι άδικο αυτό ρε Νατάσα;
Και κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς εκεί κάτω κορίτσι μου, να είσαι βέβαιη, υπάρχει ένας που μπορεί να σε αγαπήσει, που είναι έτοιμος να σε αγαπήσει.
Κάπου ανάμεσα στους τόσους, υπάρχει ένας που μπορεί να σε κάνει να πάψεις να θρηνείς και να αρχίσεις να γιορτάζεις. Υπάρχει σίγουρα ένας που έχει μια αγκαλιά για σένα φυλαγμένη.
Να τσακιστείς λοιπόν και να πας και να τον βρεις, κι άσε τους θρήνους!
Εκεί κάτω, σου λέω, έχει σπίτια, φώτα, ζωή κι ανθρώπους, κυρίως ανθρώπους!
Να! Δες εκείνον με το μαύρο το μπλουζάκι που περπατάει σαν χαμένος…λες να είναι αυτός; Δεν πας να τον ρωτήσεις, πριν τον πατήσει κανένα αμάξι; Της είπε ο Γιώργος και τότε η Νατάσα, μαγικά, του χαμογέλασε!
Έτσι μπράβο!
Τώρα που χαμογέλασες, μπορώ κι εγώ να πάω να τρέξω και να σε αφήσω κι εσένα ήσυχη, όχι για να θρηνήσεις, αλλά για να κατέβεις και με αυτό ακριβώς το χαμόγελο σου, να πας να βρεις εκείνον και να ζήσετε μαζί, να τον αφήσεις να σου χαρίσει μια γιορτή κι εσύ να του δώσεις την δική σου. Να δείτε το όμορφο ο ένας μέσα στον άλλον, που τώρα αρνείσαι, εντελώς ανόητα κι άδικα για να το δεις.
Και με ετούτα εδώ τα λόγια, την τράβηξε κοντά του, της έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά κι ύστερα ο Γιώργος σηκώθηκε και χάθηκε στις σκάλες.
Κι η Νατάσα απέμεινε εκεί, να αιωρείται στην άκρη της ταράτσας, να κοιτάζει την ζωή που συνέβαινε εκεί κάτω από τα πόδια της, τα όμορφα που ξαφνικά έκαναν την εμφάνιση τους και να χαμογελάει!
* Αυτή εδώ η ιστορία, ο χώρος, τα πρόσωπα και τα ονόματα, μπορεί να είναι φανταστικά και τυχαία ή μπορεί και όχι…