Γράφει η Φλώρα Σπανού
Άργησες. Όμως, εγώ σε περίμενα. Όλον αυτόν τον καιρό. Σε περίμενα. Αλήθεια. Γιατί βαθιά μέσα μου ήξερα πως κάποτε θα έρθεις να με βρεις. Πως κάποτε θα αντάμωναν κι οι δικοί μας οι δρόμοι. Τόσες διασταυρώσεις και τόσες στάσεις που δεν έβγαζαν νόημα τελικά.
Μόνο χάσιμο χρόνου απλά για να γεμίζουν κάποια κενά. Κι ήταν πολύς ο καιρός. Κι η μοναξιά να παίρνει όλο και περισσότερο χώρο στο άδειο σπίτι.
Αβάσταχτη που ήταν αυτή η μοναξιά. Είχαμε γίνει οι καλύτερες φίλε, ειδικότερα τα βράδια. Εκείνα τα βράδια τα καλοκαιρινά που το φεγγάρι ολόγιομο πλαισίωνε τον κατάμαυρο ουρανό κι αντικατοπτριζόταν στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας , εκείνα τα βράδια τα ρομαντικά που «κάτι» μου έλειπε.
Κι εκείνο το τσίμπημα της ζήλιας που ερχόταν να με αναστατώσει για όλα εκείνα τα ζευγάρια που ζούσαν τον έρωτά τους . Κι εγώ μόνη καθισμένη στο μπαλκόνι παρέα με την μοναξιά μου. Να ονειρεύομαι.
Να σκέφτομαι πως κάποτε κι εγώ μια τέτοια καλοκαιριάτικη νύχτα θα σε κρατώ συντροφιά και θα ακούμε μαζί τα αγαπημένα μου κομμάτια στο ραδιόφωνο. Θα πίνουμε το ποτό μας κάτω από τον ξάστερο ουρανό, θα συζητάμε θα χαζογελάμε σαν δύο μικρά παιδιά, έπειτα θα ερχόμαστε όλο και πιο κοντά, θα νιώθω το τρυφερό σου άγγισμα όταν θα μου απομακρύνεις μια τούφα από τα μαλλιά για να με φιλήσεις, όταν θα σκύβεις στο αυτί και θα μου λες τρυφερά πόσο πολύ με θέλεις, κι εγώ θα λιώνω θα γίνομαι κομμάτια.
Κι όλα αυτά τα χρόνια που σε περίμενα θα άξιζαν μια τέτοια στιγμή σαν κι αυτή. Μια αληθινή στιγμή ευτυχίας. Γιατί εγώ που έχω ζήσει στο πετσί μου τη μοναξιά ξέρω πόσο πολύ αξίζουν αυτές οι μικρές δεδομένες στιγμές .
Και να που το όνειρο ήρθε τελικά να αγγίξει την πραγματικότητα. Και να που όλα εκείνα που φάνταζαν τόσο μακρινά τα βλέπω μέσα στα δυο σου μάτια τώρα πια. Και θέλω να ουρλιάξω από χαρά, από ευγνωμοσύνη, θέλω να κλάψω .
Γιατί τελικά άξιζες την τόση αναμονή. Όλα αυτά τα χρόνια που σε περίμενα άξιζαν και με το παραπάνω.