Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Αχ μωρέ, τι όψη είναι αυτή που έχεις;
Τι σκοτεινιά είναι ετούτη που πλακώνει την ψυχούλα σου;
Τι θανατίλα είναι αυτή που σου κρατάει συντροφιά και γιατί την αφήνεις να κάθεται πάνω σου;
Τι πάει να πει σε άφησε, τι πάει να πει σε χώρισε, τι πάει να πει σε πρόδωσε;
Και ποιος ανόητος σου είπε ότι τελειώνει η ζωή με έναν χωρισμό ή με μια προδοσία;
Θες να με ακούσεις; Τίποτα δεν τέλειωσε, τίποτα δεν χάθηκε, μάλλον τώρα κάτι αρχίζει κορίτσι μου, το πιο πιθανό είναι πως τώρα θα ξανά γεννηθείς.
Ζήσε σου λέω κορίτσι μου!
Ζήσε και μην αφήνεις τις μέρες σου να πηγαίνουν χαμένες. Ότι φεύγει δεν γυρίζει ξανά, κάθε ώρα χαμένη και κάθε ξοδεμένη στιγμούλα, δεν θα σου την επιστρέψει κανείς. Ότι φεύγει, να του κουνάς το μαντίλι σου. Ότι φεύγει, πάει να πει πως δεν σου έπρεπε.
Ζήσε επιτέλους για σένα, σου το χρωστάς και σου αξίζει.
Γέλα κορίτσι μου, γιατί σου πάει να γελάς!
Γέλα γιατί μόνο έτσι ξορκίζεται το άσχημο, γιατί με το γέλιο πάει μπροστά η ζωή, αλλιώς γίνεσαι βάλτος και κινούμενη άμμος.
Γέλα για να ημερέψουν και να γλυκάνουν λιγάκι τα μέσα σου.
Προχωρά κορίτσι μου!
Προχωρά, γιατί ότι στάσιμο μένει, το τυλίγει η σκουριά και το τρώει το σαράκι.
Προχωρά σου λέω, τα όνειρα μάτια μου είναι πάντα μπροστά, πίσω είναι μοναχά οι εφιάλτες σου.
Μίλα κορίτσι μου!
Πες, “εαυτέ σ΄ αγαπάω”, πες, “μου χρωστάω πολλά”, πες, “εγώ χαράμι δεν γίνομαι σε ανθρωπάκια μικρά και σε αχάριστους”.
Μίλα, μην ντρέπεσαι, φτάνουν πια οι σιωπές, πιάσε τα απ΄ το χέρι τα βουβά σου αισθήματα, καν΄ τα ήχους και μοίρασ΄ τα, κι ας κοκκινίσεις μετά…
Ζήσε, χόρεψε την τη ζωή, τραγούδησε την, τράβα στην θάλασσα, τράβα μια βόλτα, βγες για καφέ, βγες στην λιακάδα.
Ζήσε, φλέρταρε, διεκδίκησε, φανέρωσε, τόλμησε.
Ζήσε γαμώτο, γιατί για αυτό σε έκανε η μάνα σου, για να ζεις!
Άσε επιτέλους το παιδί που κρύβει η ψυχή σου, να βγει και να παίξει ανέμελα.
Κανείς κερατάς δεν είναι πιο πάνω από σένα, κανένας δεν είναι ικανός να σε “σκοτώσει”, ούτε ένας δεν έχει δικαίωμα να σε κάνει να κλάψεις, να σε κάνει να πάψεις να ζεις.
Μ΄ ακούς; Κανένας!