Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Υπάρχει πάντα εκείνη η μπαλκονόπορτα, που αφήνω ανοιχτή.
Ξέρεις, εκείνη που βγάζει κατευθείαν στην κουζίνα.
Θυμάσαι την μέρα που μαγειρεύαμε; Την μέρα που τα άφησες όλα και ήρθες;
Χωρίς λόγο. Χωρίς σκοπό. Χωρίς πρόγραμμα.
Ένα τηλέφωνο, ένα “τι κάνεις”, και λίγο μετά η φωνή σου από την μπαλκονόπορτα.
Την θυμάμαι εκείνη την μέρα και μπορώ να σου πω πως την θυμάμαι επίπονα πια.
Μένει ένα γαμώτο, όταν έχεις δει το πώς θα μπορούσε να..
Μένει μια πικρία για τα ανείπωτα.
Μένα ένας θυμός για το bad timing, που τελικά είναι μια μαλακία και μισή.
Ποτέ μην αφήνεις ανείπωτα τα θέλω σου. Μην το μετράς το ρίσκο στον έρωτα. Πάρτο, κι ας σπάσεις τα μούτρα σου.
Τι νόημα έχει να νιώθεις αν δεν το ξέρει ο άλλος; Τι νόημα έχει να ονειρεύεσαι, αν δεν μοιράζεσαι το όνειρο;
Την θυμαμαι εκείνη τη μέρα. Εκείνο το Αυγουστιάτικο μεσημέρι, σε μια Αθήνα που ήταν άδεια από κοσμο, εμείς ξεκινήσαμε να μαγειρεύουμε, να μιλάμε, να γελάμε, να διαλέγουμε ταινίες, μέχρι που αργά το ξημέρωμα, έφυγες.
Κι έμειναν τα ανείπωτα και μια μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη πάντα, για να μπορείς να μπεις.
Μην αφήνετε ρε τίποτα ανείπωτο. Το αύριο, δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς.