Γράφει ο Γιώργος Χίτζιος.
Τι γυρεύεις; Τι ψάχνεις παλιέ μου εαυτέ;
Αυτόν που γνώριζες, λησμόνησέ τον.
Στης ζωής τον καφενέ,
αυτόν με τις φθαρμένες καρέκλες τις ψάθινες,
στο φλιτζάνι που γύρισε,
του φανερώθηκε δρόμος, στρωμένος με ροδοπέταλα.
Δεμένο εσύ τον κράταγες και δεν τον άφηνες,
ούτε στο όνειρό του να τον ακολουθήσει.
Τώρα, ένα-ένα, στη χούφτα τα μαζεύει,
θέλει να τα χαρεί, λαίμαργα να τα μυρίσει.
Αγκάθια πια δεν πατά.
Καθάριος ο δρόμος και αυτά πεταμένα ζερβά και δεξιά
στην άκρια του, μάτια που τον κοιτούν φθονερά.
Αφήνεται στη λυτρωτική χαρά.
Καθένα από τα ροδοπέταλα,
σημάδι που σε κήπο ολόγιομο, θα τον οδηγήσει.
Τη χαμένη του ευτυχία, να βρει, γυρεύει.
Την απρόσμενη ευκαιρία, να χαθεί, δεν θα αφήσει.
Έσπασε τον κουμπαρά, τον γεμάτο λάθη.
Έπεφταν καταγής, μαύρα κέρματα.
Αλλοτινές αλήθειες, τώρα μπροστά του,
Φανερώνονται σαν πραγματικά ψέματα.
Έσβησε φυσώντας τρυφερά,
Το καντήλι στο εικονοστάσι,
που φώτιζε χλωμά,
την εικόνα με του Χριστού τα Πάθη.
Τον δρόμο του ολόισια τραβά.
Ας τραγουδούν μελωδικά -του κάκου- οι Σειρήνες.