Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Σε γνώρισα.
Σε πλησίασα κι ας ήταν ανόητο.
Με καλούσες σαν σειρήνα να αφήσω κάθε λογική πίσω μου και να έρθω κατά πάνω σου.
Σε έφτασα και το αμέσως επόμενο πράγμα που έκανα, ήταν το να σκίσω την σάρκα μου.
Εκεί, λίγο πιο πάνω από την κοιλιά μου, έσπρωξα τα χέρια μου μέσα μου.
Πίεσα και τρύπησα, ως πού το δέρμα μου παραδόθηκε, άνοιξε και πρόδωσε την ασφάλεια που ένιωθαν τα σωθικά μου.
Έπιασα τα πλευρά μου και τα τράβηξα, τα έσπασα, με άνοιξα διάπλατα μπροστά στα μάτια σου.
Δίχως δεύτερη σκέψη.
Με κοιτούσες στα μάτια· εκείνα τα μάτια που έκλαιγαν αδιάκοπα να συντροφεύσουν τον τρόμο της ψυχής μου και την τρεμάμενη φωνή μου που σε παρακαλούσε να μην με προδώσεις.
«Η καρδιά μου χτυπάει για σένα πια, δες», σου είπα.
Τίποτα δε σήμαινε ο πόνος της σάρκας μου μπροστά στο μέλλον, που έμοιαζε με τον ένατο κύκλο της κόλασης του Δάντη· ακινησία σε μία παγωμένη λίμνη, εκεί όπου τιμωρούνταν οι προδότες.
Ιδού και η ειρωνεία, μιας και δεν θα σε πρόδιδα ποτέ αλλά θα σε ακολουθούσα τυφλά, ακόμη κι εκεί.
Με κοιτάς βαθιά στα μάτια και απλώνεις αργά το χέρι σου.
Την άκουγες πιο καθαρά τώρα που δεν υπήρχαν εμπόδια να πνίξουν τον κόπο της να με κρατά στη ζωή.
Χτυπούσε τόσο δυνατά… μα σου φάνηκε μαγικό το ότι μπορούσες να την βλέπεις να δημιουργεί τον ήχο, να κινεί τη ζωή μέσα σε αρτηρίες και φλέβες και να είναι αυτή η αρχή και το τέλος ενός κλειστού κύκλου που λειτουργούσε στο όνομά σου πια.
Την άγγιξες με το χέρι σου. Ήταν ζεστή.
Την χάιδεψες λίγο προτού την αγκαλιάσεις με τα δάχτυλά σου.
Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη αυτή η αίσθηση στο χέρι σου γιατί χαμογελούσες καθώς χτυπούσε και σου τράνταζε τα δάχτυλα.
Εγώ εκεί, να σε κοιτάζω σαν παιδί και τα μάτια μου να στάζουν ελπίδες, όνειρα, ανασφάλειες και φοβίες.
Κι εκεί που έχω αρχίσει να ηρεμώ, να νιώθω ασφαλής κι ίσως και λίγο χαρούμενος, την έσφιξες δυνατά, ίσα να σταματήσει μια στιγμή και την άφησες.
Συνοφρυώθηκα, θύμωσα, εξοργίστηκα.
Μισές δουλειές μικρή μου;
Να την έκανες κομμάτια στα χέρια σου· στο είπα, για σένα χτυπάει εξάλλου.
Οπότε τι ήταν αυτό; Οίκτος; Έλεος; Μεγαλοψυχία;
Όχι αγάπη μου.
Ήταν αδίστακτο. Ήταν ευθυνόφοβο. Ήταν απαξιωτικό.
Σαν να μην άξιζα τον χρόνο και τον κόπο να με αποτελειώσεις.
Τόσο αίμα μου έχυσα για να σου την δωρίσω. Τόσο πόνο που αγνόησα. Τόσα δάκρυα· από εκείνα που νόμιζα πως είχαν στεγνώσει μάλιστα…
Τόσο δύσκολο σου ήταν να με αποτελειώσεις πια;
Ούτε αυτό δεν κέρδισε η προσπάθειά μου;
Join the discussion