Γράφει η Κλεψύδρα.
“Τη συνόδευσες ως τη πόρτα, της έδωσες το παλτό και και τη χαιρέτισες. Ένα γειά ως τελευταια κουβεντα, η τελευταία της μάνας σου. Γελοιά η πλάση, όλη ανεξαιρέτως. Ένα γεια, ούτε σπαραχτικά, ουτε τίποτα.
H εκλειπούσα σιχαινόνταν τα δράματα.
Γυρίσε πίσω.
Είσαι μικρός, ανήμπορος, κάποιος σε σηκώνει στα χέρια, αυτα τα χέρια ειλικρίνη και ωριμα στην ανωριμοτητα τους.
Σου μιλάει, σου τραγουδά, σου λεεί κάθε νύχτα το ίδιο ηλίθιο, βαρετό παραμύθι επειδή σου άρεσε, το αντάλαγμα;
Ποιο αντάλαγμα;
Ανασαίνειs!
Την τελευταία φορά τη φίλησες;
Δε θυμάσαι!
Γελοίε δε θυμάσαι!
Φτάνει..
Φτάνει η ώρα, κρατάς ένα παιδί.
Φοβάσαι τον πόλεμο, το χαμό, οτι μπορεί να το βλάψει. Ξαφνικά το νόημα του κόσμου συμπικνωθηκε και χωρά στο χερι σου.
Νιώθεις ανήμπορος!
Ανήμπορος να αλλάξεις το κόσμο.
Και θλίβεσαι!
Θλίβεσαι βαθιά, με τα παιδιά που πεθαίνουν, αρρωσταίνουν, οταν φωνάζει ο σκύλος το κουταβι και δε το βρίσκει!
Αγωνιάς!
Αγωνιάς για το παιδάκι που μένει δίπλα και ο πατέρας είναι οξύθυμος, για το μωρό του ελαφιού που το λιοντάρι το δαγκώνει και το τινάζει.
Ανατρίχιασες.
Συνειδητοποιείς πως είσαι υπεύθυνος να του εξηγήσεις ότι ο κόσμος είναι άδικος, αλλόκοτος, θανάσιμος μα καπου πάντα στο βάθος ωραίος.
Μα πως να του πείς οτι είναι ωραίος;
Και όλα στα δίδαξε η μάνα σου ! Κατάλαβες;
Η διδασκαλία της αγάπης, της όποιας αγάπης!
Η μάνα σου ”
Αυτό είναι ή μάλλον αυτό ήταν πόσο πονάει αυτό το ήταν!
Ήταν πια πόλυ μεγάλος, γέρος και ανήμπορος όπως τότε, η γυναίκα του μας είπε!
Κι εκείνη έφυγε απαλά και ήσυχα αφου τους χαιρέτησε όλους, μόνο να τις τελευταίες μέρες έλεγε και ξανάλεγε στο παραλλήρημα συνεχώς το ίδιο πράγμα .
”Μανα, μανούλα μου, γλυκια μου μάνα.”
Τη φώναζε.
”Τα χαπια θα εφταιγαν” συμπλήρωσε!
”Τα χάπια”, ψελισαμε και μείς και πια δεν είπαμε ποτέ τίποτα άλλο.
LoveLetters