Γράφει η Ελένη Αράπη.
Από μικρή ήθελε να γίνει θάφτης· προσοχή θάφτης, όχι νεκροθάφτης!
Ξεκίνησε με την μάνα της.
Τόλμησε βλέπετε να ξεθάψει τον έρωτα στα σαράντα της η ιερόσυλη.
Αφού την έθαψε σε όλους, της έριξε και μια χούφτα χώμα πισώπλατα πάντα.
Μετά έθαψε τις φίλες της, με αυτές δε οφείλω να πω, ότι ήταν επιεικής, πότε τις έθαβε, απο πίσω τους πάντα, και πότε τις ξέθαβε, ανάλογα με τις ορέξεις της.
Νομίζω ότι αυτό που αναζητούσε πάντα ήταν ένα μουγγό ακροατήριο.
Έτσι και τολμούσες να διαφωνήσεις, ο τάφος σου ήταν ήδη έτοιμος προ πολλού.
Μόλις σε γνώριζε ήδη σου έπαιρνε μέτρα. Το περίεργο ομολογουμένως ήταν πως ούτε και οι φίλες της αντιδρούσαν. Στη συνέχεια ή πρωτίστως θα έλεγα έθαψε τον άντρα της, με ταφόπλακα φυσικά.
Άνεργος, ανίκανος, μαλάκας.
Το τρίπτυχο της επιτυχίας της, το ότι είμαστε οι επιλογές μας, ούτε καν που το σκέφτηκε.
Παρόλα αυτά τον κρατούσε, ισχυριζόταν δε ότι “Κάθε γυναίκα έχει ανάγκη τον μαλάκα της, την ασφάλεια της, μην τολμήσετε να ξυπνήσετε τον νεκρό μου”.
Συνέχισε φυσικά το θάψιμο, εκσκαφέας σωστός.
Είχε βέβαια να συναγωνιστεί κι άλλους πολλούς θάφτες.
Όπου κι αν γύριζες το βλέμμα έβλεπες σκάφτες – θάφτες.
Ένα απέραντο εργοτάξιο η ζωή μας.
Έσκαβαν, έθαβαν ότι βρισκοταν στο διάβα τους. Λάκκους, αρχαία κόκκαλα, λαούς, ναούς – κυρίως αυτούς, ξυπνούν τις μνήμες- λέξεις, να ταφωθούν γρήγορα και οι σκέψεις, τόνους, πνεύματα μη και ξυπνήσει το πνεύμα.
Μέχρι που έγινε ο εθνικός μας θάφτης. Τους έθαψε όλους, όλους…
Κι ούτε μια αντίδραση ούτε ενα “μην” μονοσύλλαβο.
Το βόλεμα μερικές φορές ανέχεται μέχρι και το θάψιμο.
LoveLetters
Join the discussion