Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Ξέρεις, είναι μερικά πρωινά, που σε ψάχνω ακόμα.
Ανοίγω τα μάτια μου και μπερδεμένος μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σιγομουρμουρίζω το όνομά σου.
Σε ψάχνω την ώρα που φτιάχνω καφέ, και από συνήθεια υπολογίζω και την δική σου κούπα.
Σε ψάχνω την ώρα που έχω ξεχάσει πάλι τα κλειδιά, το κινητό, το πορτοφόλι και μου λείπει η φωνή σου να μου λέει πού είναι το κάθετί.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς ήξερες πάντα που βρίσκονται τα χαμένα μου!
Υπάρχουν φίλοι, που ακόμα δεν έμαθαν και με ρωτούν και για τους δυο μας.
“Τι κάνετε;”, “πώς είστε;”, “πήγατε στο νησί;”
Κι αυτός ο πληθυντικός σκοτώνει αγάπη μου!
Σκοτώνει λίγο πιο πολύ κι από την στιγμή που σε είδα να φεύγεις.
Εκείνη τη στιγμή που χίλιες λέξεις ήταν στην άκρη του μυαλού μου και καμιά δεν βρήκε δρόμο να βγει.
Εκείνη τη στιγμή που το μόνο που ήθελα να σου πω ήταν “μείνε” κι αντί γι’αυτό, σου ευχήθηκα δήθεν αδιάφορα, “καλή ζωή”.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν με νοιάζει τι ζωή θα έχεις μακριά μου. Λυπάμαι δεν είμαι από εκείνους τους μεγαλόψυχους που τους πληγώνεις κι εκείνοι συνεχίζουν και σου εύχονται αγάπες, λουλούδια κι ευτυχίες.
Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις φεύγοντας.
Το θέμα ήταν να μην φύγεις.
Το θέμα ήταν να μην τσακίσουμε αυτή την ευτυχία.
Comments are closed