Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι νιώθω, αν νιώθω κάτι αλλα υπήρχε ένα κενό. Ενας πάγος, μια ψυχρα ανάμεσα μας.
Σε έβλεπα να αγγίζεις με λαχτάρα το στήθος μου, σαν να το έκανες για πρώτη φορά στη ζωή σου, κι ας ήσουν τόσο έμπειρος.
Σε κοίταγα απο απόσταση κι ας ήσουν τόσο δίπλα μου, τόσο πάνω μου. Δεν σε ένιωθα. Προσπαθούσα με όλη μου την ψυχή να σου ανταποδώσω συναισθήματα αλλα τα έκανα όλα μηχανικά.
Δεν κράτησε πολύ. Ήσουν ενα ηφαίστειο που έβραζε κι εγώ μια ήρεμη θάλασσα που δεν είχε ούτε κυμματακι. Γύρισες με κοίταξες με ενα βλέμμα όλο φλογα.
Εγώ με μια απόλυτη ηρεμία και ησυχία σου χαμογέλασα αχνά και γύρισα απο την αλλη. Κατάλαβες ότι η πόρτα σε καλούσε όταν πηγές να με αγκαλιάσεις και εγώ γύρισα απο την άλλη.
Το τελευταίο που ήθελα ήταν μια αγκαλιά. Καταλαβα πως μου είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Μαζέψες τα ρούχα σου βγάζοντας πνιχτες βρισιές και έκανες να φύγεις.
Στο είπα δεν ήταν για εμάς αυτή η στιγμή. Με εβρισες τόσο χυδαία και έκλεισες με δύναμη την πόρτα πίσω.
Join the discussion