Γράφει η Αθηνά Απότση.
Ένα πράγμα στροβιλίζει στο μυαλό μου μέρες τώρα. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο. Έχει κολλήσει σαν βδέλλα αηδιαστική (γιατί αηδιαστικός είναι κι αυτός ο εχθρός που δεν μας εμφανίστηκε να τον δούμε, παρά μας δείχνει την δύναμη του με τον πιο ύπουλο τρόπο, τον φόβο).
Ένα μόνο πράγμα. Πως τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι η ώρα να νοιαστώ. Για σένα, εσένα κι εσένα.
Να νοιαστώ για σένα που είσαι σε θλίψη που έβαλαν έτσι βίαια άνω τελεία στην ζωή σου. Άνω τελεία στην χαρά σου, στην λαχτάρα σου, στις όμορφες σκέψεις σου. Λίγες πια οι όμορφες σκέψεις σου. Νοιάζομαι για σένα που είσαι θλιμμένος κι αν συναντηθούν τα βλέμματά μας σε κάποιο φούρνο, σου χαμογελώ κι εσύ καταλαβαίνεις και πίσω από την θλιβερή σου μάσκα, μου γυρνάς πίσω το χαμόγελο. Δεν βλέπω το στόμα σου αλλά βλέπω τα μάτια σου.
Και τα βλέπω που μου χαμογελούν. Κι αυτό από μόνο του, είναι μια μεγάλη νίκη μέσα στη μέρα μου.
Τώρα είναι η ώρα να νοιαστώ για σένα που φοβάσαι. Φοβάσαι πως μπορεί να χάσεις αγαπημένους ανθρώπους σου. Φοβάσαι για σένα, για τα παιδιά σου.
Φοβάσαι τόσο, που μουδιάζεις. Τώρα πρέπει να νοιαστώ και να μη σε χλευάσω. Ακόμη κι αν εγώ φοβάμαι λιγότερο. Να νοιαστώ και να σου πω πως σε καταλαβαίνω και πως νιώθουν πολλοί άνθρωποι έτσι εκεί έξω. Να μη σου πω αυτό το αηδιαστικό «Σιγά μωρέ, πως κάνεις έτσι;» Να μη σε κάνω να νιώσεις ούφο.
Να σου πω πως σε καταλαβαίνω και πως όταν όλο αυτό περάσει, θα το συζητάμε σε κάποια πλατεία γεμάτη κόσμο και θα γελάμε.
Τώρα πρέπει να νοιαστώ και για σένα μικρό παιδί. Που κλείστηκες σε ένα σπίτι με γονείς λιγότερο χαρούμενους από πριν που απαιτούν από σένα να είσαι ήσυχο και γεμάτο κατανόηση. Δεν είσαι ακόμη έτοιμο να έχεις κατανόηση και τώρα πρέπει να νοιαστώ και να πέσω μαζί σου στο χαλί και να στήσω το πιο ευφάνταστο παιχνίδι για σένα. Να σου γελάω πιο πολύ. Να δοκιμάζουμε μαζί απλές συνταγές που θα σε κάνουν τα πασαλειφτείς μέχρι τα αυτιά και θα κάνουν το απόγευμά σου πιο χαρούμενο.
Γιατί εσύ μικρό μου δεν μπορείς να ξέρεις ακριβώς πώς νιώθει η μαμά και πόσο πολύ φοβάται για τον κόσμο και τις συνθήκες που σε περιμένουν. Τώρα πρέπει να νοιαστώ και να σε φιλάω πιο πολύ και να σου λέω πως σε αγαπώ. Εσύ μικρό μου δεν φταις σε τίποτα. Είσαι απλά ένα υπέροχο παιδί και η πιο γλυκιά συντροφιά στον κόσμο μου. Τον τώρα κόσμο μου.
Πρέπει να νοιαστώ και για σένα που δεν βλέπεις τόσο συχνά τα εγγόνια σου και πρέπει να σε μαλώνω πιο πολύ. Να σε μαλώνω γιατί ακόμη κι αν είσαι μεγάλος, είσαι ακόμη πολύτιμος και το “χωρίς εσένα”, είναι ένας κόσμος που εγώ δεν θέλω να τον ζήσω ακόμη. Να νοιαστώ και να σου θυμίζω πως εσύ πρέπει να νοιαστείς διπλά. Ακόμα κι αν το κάνεις μόνο για μένα.
Τώρα, όσο ποτέ, πρέπει να νοιαστώ και για σένα που το περνάς πιο ουσιαστικά το κακοστημένο αυτό παιχνίδι και τριγυρνάς σε κάποιο νοσοκομείο. Να σου στείλω όλη μου την θετική σκέψη να ξορκίσουμε όλοι μαζί το κακό. Μια για πάντα. Να ξορκίσουμε τα άσχημα μαντάτα. Γιατί τα άσχημα νέα είναι άσχημα για όλους μας. Ακόμα κι αν δεν σε ξέρω.
Είναι ώρα να νοιαστώ για την αυριανή μέρα και να μείνω στο σπίτι όσο περισσότερο γίνεται. Να μείνω σπίτι γιατί νοιάζομαι. Να μείνω σπίτι, όσο κόστος ψυχολογικό κι αν έχει αυτό κάθε μέρα. Κάθε ώρα.
Ένα πράγμα με παρηγορεί πολύ. Έχει κολλήσει στο μυαλό μου όπως η χρυσόσκονη πάνω σε σχολική κόλλα (γιατί τόσο φωτεινή είναι αυτή η σκέψη).
Από αυτή την απαίσια περιπέτεια, θα βγούμε καλύτεροι άνθρωποι. Να μου το θυμηθείς.
Όταν η ζωή μας γίνει όπως παλιά κι όταν πάλι θα γελάμε ο ένας πλάι στον άλλον χωρίς να κρατάμε 2 μέτρα απόσταση. Όταν θα κάνουμε πάλι σχέδια, θα είμαστε πιο καλοί άνθρωποι. Θα νοιαζόμαστε πιο πολύ.
Θα νοιαζόμαστε για το πώς νιώθεις. Εσύ, εσύ κι εσύ.
Κι αυτό, δεν είναι καθόλου λίγο. Είναι η πιο μεγάλη νίκη. Και θα την γιορτάσουμε μαζί. Δίπλα δίπλα. Με γυμνά τα χέρια και τα χείλη.