Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
«Χωρίζουμε»
Μια λέξη χιλιάδες συναισθήματα κι άλλες τόσες εικόνες.
Και τώρα, τι;
Το παλέψαμε, το προσπαθήσαμε, το πήγαμε από εδώ, το πήγαμε και παραπέρα αλλά παρακάτω δεν έχει.
«Χωρίζουμε»
Και το ξέρουμε ότι ο κόσμος δεν τελείωσε.
Όμως αυτό, θα έρθει μετά.
Και ίσως να είναι για το καλύτερο.
Κι αυτό θα έρθει μετά.
Και την ζωή θα την ξαναπιάσεις από το σημείο που την άφησες.
Κι αυτό για μετά είναι.
Και τώρα;
Τώρα σιωπή.
Ακόμα κι η συνήθεια που σας ένωνε παρά το τέλος που από καιρό είχατε δει να έρχεται, δεν υπάρχει.
Θα παραγγείλεις φαγητό για έναν. Και από το super market, δεν θα πάρεις εκείνες τις αηδίες γιαούρτια που έπαιρνε.
Η ντουλάπα έχει κενό πια για να βάλεις όλα σου τα μπλουζάκια και το κρεβάτι έχει ένα μαξιλάρι.
Το σπίτι ξαφνικά έχει ησυχία και το νερό είναι ζεστό για να κάνεις ντουζ. Δεν υπάρχει κανείς εκτός από εσένα για να το τελειώσει.
«Χωρίζουμε»
Κι έχει μια περίεργη ησυχία το σπίτι.
Μπορώ να βάλω ό,τι μουσική θέλω και δεν χρειάζεται να δω τις σειρές σου που βαριέμαι.
Ξέμεινε και το μπολάκι από το νερό της γάτας σου.
Ποτέ μου δεν το χώνεψα το βρωμόγατό σου. Τώρα μπορώ να πάρω εκείνο το σκύλο που χρόνια ήθελα.
«Χωρίζουμε»
Και δεν θέλω να βάψω τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσες.
Δεν θέλω να υπάρχει όμως και κανένα απομεινάρι σου.
Φρόντισες να μην αφήσεις τίποτα πίσω σου, όπως σου ζήτησα σ’εκείνον τον τελευταίο καβγά που κατέληξε με την κραυγή του χωρισμού και την πόρτα του δωματίου να δοκιμάζει τις αντοχές της.
«Χωρίσαμε» και δεν υπάρχεις πια.
Δέκα χρόνια, δυο μήνες και κάτι μέρες, που να τα αποθηκεύσω;
Στα σκουπίδια; Στις αναμνήσεις; Στην ανακύκλωση;
Ανοίγω το ντουλάπι να πάρω μια πετσέτα να μπω για μπάνιο και πέφτει ένα πουγκάκι από εκείνα που έβαζες για να μυρίζουν ωραία τα ρούχα μας.
Το φέρνω στην μύτη μου.
Λεβάντα.
Εκεί θα κλείσω και τα χρόνια μας.
Σ’ένα πουγκί λεβάντα, μ’ένα ξεχασμένο σ’αγαπώ.
«Χωρίσαμε», και το σπίτι δεν με χωράει.
Παράξενο, άδειασε το σπίτι και μοιάζει τόσο μικρό.
Ξημέρωσε, αντίο.