Γράφει ο Τριστάνος
Μου είχες πει πως “όποιος αγαπά – μένει” και εγώ πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις να στο αποδείξω.
Μάτωσα βραδιά ολόκληρα – με τα χέρια μου να αυλακώνουν το κορμί μου – για να μην ουρλιάξω και να αντέξω.
Κρυφά σκούπιζα τα δάκρυα μου, για να μην δεις την απόγνωση μου και η ψυχή να λυτρωθεί….να κρατηθεί στη ζωή.
Περίμενα μια κίνηση, μια κουβέντα έξω από τις συνηθισμένες – εκείνες που είχες μάθει απ’ έξω να τις αραδιάζεις – για να κρύβεις επιμελώς όλο το πρόβλημα.
Σε κοίταζα στα μάτια και απέφευγες το βλέμμα μου. Σε ακουμπούσα τις νύχτες και η μία απόρριψη διαδεχόταν την άλλη, κάνοντας με να νιώθω παρείσακτος και ζητιάνος του έρωτα σου.
Βούλιαζα κάθε μέρα στο βάλτο της ανυπαρξίας και ήσουν η μόνη μου σωτηρία, μα το χέρι σου ήταν παγωμένο και ανήμπορο να με βγάλει από μέσα.
Γελούσες με όλους, ήσουν καλά, το πρόσωπο σου ήταν τόσο διαφορετικό μπροστά στους άλλους και μόλις η πόρτα έκλεινε, το δωμάτιο πάγωνε…η σιωπή απλωνόταν παντού και οι ελπίδες μου χτυπούσαν – χαμένες και ανεξέλεγκτες πια – με 200 χιλιόμετρα, σε έναν τοίχο που είχες χτίσει μαεστρικά ανάμεσα μας.
Κάθε μέρα ένας αγώνας, κάθε νύχτα μια κόλαση!
Ούρλιαζα στη σιωπή για να αντέξω. Άλλαζα τις σάρκες μου, για να με διαλέξεις ξανά. Έπεσα στο χαμηλότερο έρεβος μήπως και με δεις, μα δεν γύρισες να με κοιτάξεις.
Και τι δεν θα έδινα, για να δω ξανά εκείνο το βλέμμα σου, που ζέσταινε την καρδιά μου. Να νιώσω το χάδι σου, που αναστάτωνε το κορμί μου. Μάταια, όλα μάταια!
Ήθελα τόσο να μείνω. Ήθελα τόσο να μου δώσεις έναν γαμημένο λόγο για να μείνω.
Διψούσε η ύπαρξη μου για ένα ξεροκόμματο αγάπης, που θα τάιζε λίγο ακόμη την ανάγκη μου για σένα.
Όμως δεν μου τον έδωσες ποτέ.
Δεν σου είχε μείνει τίποτα για μένα!
Απλά έπαιζες ένα μακάβριο θέατρο, για να μην σε καταλάβει κανείς. Για να μην βρεθεί κάποιος να σου ρίξει ευθύνες. Ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός. Μέχρι και αυτόν, κατάφερες να τον ξεγελάσεις.
Άνοιξα την πόρτα να φύγω και δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο σου!
Για πρώτη φορά μετά από καιρό, μια ανακούφιση ήταν ζωγραφισμένη πάνω του.
Δεν έβγαλες ούτε μιλιά. Δεν καταδέχτηκες ούτε να με κοιτάξεις στα μάτια. Δεν έκανες καμία κίνηση, έστω και την ύστατη στιγμή.
“Εσύ έφυγες”, μου είπες κάποτε – αργότερα.
ΨΕΥΤΡΑ
“Εσύ με έδιωξες”!
Και ποτέ δεν ξαναγυρίσω.
Τελικά, κέρδισες.